United States or Somalia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ότε έπαυσαν αντηχούντες εις τα ώτα μου οι απαίσιοι εκείνοι χρησμοί και ανέτειλε μετ' ολίγον φαιδρός ήλιος, φωτίζων πλην των άλλων την «Βασίλισσαν», ερχομένην να σώση ημάς από του Αγίου Σώστου, επίστευσα ότι απηλλαττόμην από κακού ονείρου. Εκ των συμβουλών του συνοδοιπόρου μου δεν ηκολούθησα καμμίαν, αλλ' ουδέ δύναμαι, δυστυχώς, να βεβαιώσω ότι δεν μετενόησα διά τούτο.

Ούτως ο Κομποδήμος υπήκουσε πάλιν και επανήλθεν, αφού είχε μεταβή εις το μικρόν εγγύς δωμάτιον λέγων: — Ευωδιάζει το σκυλοφαωμένο! Η Κρατήρα είχεν υπάγει εις την Εκκλησίαν. Ήσαν περασμένα τα μεσάνυκτα. Οι κώδωνες του ναού και οι δύο είχον κρουσθή προ πολλού, σκληρώς πως αντηχούντες επί της χιονισμένης κώμης.

Μπάρμπα-Σταύρο! Αλλ' η φωνή προσέπεσεν αθλίως επί των χιόνων απομείνασα παγωμένη, νεκρά και άηχος! Ουδείς απήντησε. Μόνον οι υπόκωφοι κρότοι των υπό την χιόνα θραυομένων ελαιών ηκούοντο πάντοτε, γοερώς και επωδύνως αντηχούντες εις τα ώτα των οδοιπόρων. Έφθασαν εις το τελευταίον ίχνος του υποδήματος. — Μα αναλήφθηκες, Μπάρμπα-Σταύρο; παρατηρεί τότε είς των οδοιπόρων.

Ο λύχνος ο καίων υπό την εστίαν ημαυρώθη και απεσβέννυτο βραδέως, το ερυθρόφαιον φως της ηούς εφώτιζε την είσοδον του σπηλαίου, και οι γλυκείς ψιθυρισμοί της εξεγειρομένης φύσεως ηκούοντο εναρμονίως αντηχούντες περί τας φάραγγας και τους δρυμώνας.