United States or Kuwait ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διάφοροι ωμίλησαν και εύρον υπερασπιστάς αμφότεραι αι γνώμαι· οι μεν υπεστήριζαν ότι ο πόλεμος είναι αναγκαίος, οι δε ότι το ψήφισμα δεν πρέπει να είναι εμπόδιον της ειρήνης, αλλά να καταργηθή. Ελθών δε εις το βήμα ο Περικλής, ο υιός του Ξανθίππου, ανήρ κατ' εκείνον τον χρόνον πρώτος των Αθηναίων και ικανώτατος και εις τους λόγους και εις τα έργα, συνεβούλευε τα εξής.

Ο νέος μοναχός εθρήνει κατά τας πρώτας ημέρας την απώλειάν του, ως η θυγάτηρ του Ιεφθάε την παρθενίαν της, αλλ' ο καιρός έκλεισε τέλος του σώματος και της ψυχής του τας πληγάς, βαθμηδόν δε κατήντησε να περιφρονή τας γυναίκας, προσκαλών τους συντρόφους του ν' αποκτήσωσιν ασφαλώς δι' ομοίας θυσίας τον Παράδεισον, ως η ακρωτηριασθείσα αλώπηξ του μύθου συνεβούλευε τας άλλας να κόψωσι κακείναι την ουράν των.

Αλλ' ήκουσε και πάλιν την σύζυγόν του, η οποία συνεβούλευε μετριοπάθειαν και έλεγεν ότι περισσότερο ψωμί τρώγεται με το μέλι παρά με το ξύδι, Εις επικουρίαν της μητρός ήλθαν όλοι οι συγγενείς και ενουθέτουν τον Μανώλην. Αλλ' όλον εκείνο το μέλι κατηναλώθη εις μάτην. Ο Μανώλης επροτίμα την ξυνήν αγουρίδα και έμενεν αμετάπειστος.

Αυτός συνεβούλευε τους Πελοποννησίους, εάν δεν ήθελαν να καταστρέψουν τα εν τη Ιωνία και αλλαχού πράγματα, να βοηθήσουν την Μίλητον όσον τάχιστα και να μη ανεχθούν τον περιτειχισμόν αυτής.

Η χήρα ούτε εγνώριζεν ούτε εμάντευε τον έρωτα, τον οποίον η Μαργή έκρυπτεν εις το βάθη της μικράς της καρδίας. Και διά τούτο δεν ηδύνατο να εννοήση την επίμονον άρνησιν την οποίαν αντέτασσεν η κόρη της οσάκις την συνεβούλευε να μη δεικνύη τόσην εχθρότητα προς τον Μανώλην και τον εξεθείαζε προς αυτήν ως τον καλλίτερον γαμβρόν.

Ο Παύλος βλέπων το τέλος του επικείμενον, συνεβούλευε τους πιστούς να μένουν ακλόνητοι εις την πίστιν των, ανεμνήσθη το παρελθόν του και επανέλαβε τους λόγους, τους οποίους άλλοτε είχε γράψει: «Τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, την πίστιν τετήρηκα, τον δρόμον τετέλεκα· λοιπόν απόκειταί μου ο της δικαιοσύνης στέφανος, όν αποδώσει μοι ο Κύριος, εν εκείνη τη ημέρα, ο δίκαιος Κριτής».

Ο Βινίκιος έφερε την χείρα εις το μέτωπον, παλαίων με τους ιδίους λογισμούς του· αίφνης έδραξε την χείρα της Λιγείας, και με φωνήν, εν τη οποία έπαλλεν η δραστηριότης του Ρωμαίου στρατιώτου, είπεν: — Ακούσατέ με, Πέτρε, Λίνε και συ Λίγεια! Εγώ έλεγον ό,τι με συνεβούλευε το λογικόν των ανθρώπων. Το λογικόν, το οποίον κατοικεί εις την ψυχήν την ιδικήν σας, εκπηγάζει από τας εντολάς του Σωτήρος.

Ενώ δε εις όλους συνεβούλευε να αποφεύγουν τους παιδικούς έρωτας ως ασεβείς, αυτός ο ενάρετος ανήρ εμηχανεύθη το εξής• παρήγγελλεν εις τας πόλεις της Παφλαγονίας και του Πόντου ν' αποστέλλουν κατά τριετίαν προς αυτόν διακόνους διά να υμνούν τον θεόν• έπρεπε δε να εκλέγωνται και να προτιμώνται οι ευγενέστατοι και ανθηρότατοι, οι διακρινόμενοι διά το κάλλος των.

Συνεβούλευε δε να επιβιβάσουν όσον τάχιστα τους τραυματίας, τον πεζόν στρατόν και το υλικόν, το οποίον είχαν φέρει μεθ' εαυτών, να εγκαταλείψουν όλα τα λάφυρα, όσα έλαβαν εκ της πολεμίας χώρας, διά να ελαφρώσουν ούτω τα πλοία, να πλεύσουν προς την Σάμον, και εκείθεν συναθροίζοντες όλον τον στόλον των να κάμουν εκδρομάς οσάκις θα παρουσιάζετο ευκαιρία.

Τους ευρήκα να ομιλούν περί του νοσήματος και η ομιλία εξηκολούθησεν έκαστος συνεβούλευε μίαν θεραπείαν εις τον ασθενή.