United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΔημήτριεΜεγαλομάρτυς! Καθώς ηφαίστειο τινάχτηκες αντάρτης, πατώντας 'πάνω σε κάθε πρόληψι, την παροδική των ανθρώπων περιφρονώντας υπόληψι, μαδώντας τα στεφάνια, σκίζοντας της μεταξοΰφαντες χλαμύδες, τους κιθαρωδούς ξεχνώντας και της ορχηστρίδες, στο Ευαγγέλιο για να πιστέψης του Ραββουνί κι' όπως Εκείνος εις τον κήπον της Γεθσημανή, το ποτήρι να δεχτής του μαρτυρίου, ξύδι γιομάτο και χολή από τα χέρια του Κυρίου.

Είδετε πουθενά καμιά γλώσσα που να μην τη μιλούν κ' οι μάγειροι; Είδετε πουθενά κανέναν ποιητή που να μη συλλογιέται τίποτις άλλο παρά κρέατα, βόδια, αρνιά, όρνιθες, ψάρια, αλάτι και πιπέρι, ξύδι και λάδι; Όχι! Ωςτόσο κ' οι δυo τους την ίδια γλώσσα μιλούν, κι ο ένας μπορεί να καταλάβη τον άλλο. Δε μοιάζουν πάντα οι ιδέες· η γραμματική όμως δεν αλλάζει.

Αλλά κι ο βοσκός τουφώναξε: «Βάλε μου το στ' αραγούλι, πέψε μου το στου Μαγούλη», κέφυγε. «Καλά, είπε κι ο παπάς, θα σου δείξω 'γώ, ζωντόβολοΚαι την άλλη μέρα γεμίζει έναν αραγό ξύδι και του τον στέλλει. Και ο βοσκός, νομίζοντας ότι το τουλουμάκι είχε κρασί, το γύρισε κιάρχισε να πίνη, να πίνη, σαν καταβόθρα, όσο που ένοιωσε το ξύδι να του θερίζη μέσα τα σωθικά.

Έκρυψε βαθιά το θησαυρό του και περίμενε μέρα με την ημέρα τον υγυιό του. Και καθεμέρα ρωτούσε για την πιστικιά, μήπως και μαρτύρησε το κλέψιμό της. Μα βέργες σιδερένιες της ματώνανε τα κρέατα, ξύδι κι' αψιθιά τηνέ ποτίζανε, μα το στόμα τηςλέγανε οι μαντατοφόροιμιλιά δεν έβγαλε ακόμα. Ένα πρωί, χαρά θεού, βούκινα και τούμπανα τράνταξαν τον αέρα. Το βασιλόπουλο γύριζε απ' τον πόλεμο.

Αλήθεια, πιο μαλακό, πολύ πιο τρυφερό από το κρέας είταν το ξύλο του τραπεζιού. Κρασί έπινα ξύδι. Όταν έφυγα, πλέρωσα και δωμάτιον . Έτσι έγραφε ο λογαριασμός του ξενοδόχου. Ο ξενοδόχος εκείνος δεν μπορούσε να καταλάβη γιατί δε θέλησα να πλαγιάσω στο δωμάτιον . Του φάνηκε πολύ παράξενο. Είναι, φαίνεται, συνηθισμένος· πιο παστρικό κρεββάτι, λέει, δεν υπάρχει.

Τρέξανε να φωνάξουν την θεία Έστερ που ήρθε τρομαγμένη και για πρώτη φορά κι εκείνη με κοίταξε άγρια και μου είπε ότι ήρθα για να τις ξεκάνω. Θεέ μου, Θεέ μου! Εγώ έβρεχα το πρόσωπο της θείας Νοέμι με ξύδι και έκλαιγα, σου το ορκίζομαι στη μάνα μου, έκλαιγα χωρίς να ξέρω το γιατί.

Ποιος βλέπει το ρουμπίνι του και δε θαμπώνεται; Ποιος το βάνει στα χείλη και δεν ανασταίνεται; Μα τήρα τι οργή Θεού! Το κρασί λίγοι το ξέρουν στο χωριό κι ακόμα λιγώτεροι το πίνουν. Αν ήταν ξύδι θ' ανέβαιναν να το πιουν και ν' ακριβοπληρώσουν. Για τούτο, τίποτα. Η Ελπίδα το τρυγά, το ρίχνει στα βαρέλια της και προσμένει ολοχρονικής τους γλεντζέδες. Μα δεν έρχεται κανείς.

Εσίμωσα και το πρώτο πράγμα που είδα ήταν η γυναίκα μου, σωριασμένη κατά γης, ανάμεσα σε δυο γειτόνισσες, που την έτριβαν με ξύδι να την ξελιγοθυμήσουν, και στο πλάγι της ένα άλλο αναίσθητο καταματωμένο σωρό. Ο σωρός ήταν ο Γιάννης μου, εκείνος πού μ' έλεγε πως θα κάνη υπότροφο ο βουλευτής.

Κατήντησε μετά ταύτα αυτός ο δήμαρχος να καταφύγη εις την εμπειρίαν του φυγάδος, ότε ηθέλησε να καταστρώση τους απολογισμούς τριών ετών, καταναγκαζόμενος υπό του νομάρχου. — Δυο στο λάδι, μια στο ξύδι, τρεις στο λαδόξυδο! Εφώνησεν ο κυρ- Δημάκης, περατώσας τους απολογισμούς του δημάρχου. — Αυτό δεν το ήξευρα! Εθαύμαζεν ο δημογραμματεύς; αρχίζων να εκτιμά την αξίαν του φυγάδος!

Η Νοέμι τον περιφρονούσε, δεν του απηύθυνε το λόγο, όταν όμως ήταν μόνη τον ξανάβλεπε, σκυμμένο επάνω της, να της βρέχει το πρόσωπο με το ξύδι και τα δάκρυά του, και ξανάκουγε την τρεμάμενη φωνή του και τα λόγια του. «Θεία Νοέμι, θεία μου, θεία μου! Γιατί, γιατί έγινε αυτό;», και τα μάτια του, θλιμμένα και φλογερά όπως εκείνος ο καλοκαιρινός ουρανός, δεν έφευγαν από το μυαλό της.