United States or Côte d'Ivoire ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η παιδίσκη έσειε τους ώμους. Δεν ήξευρε τι να ειπή. — Πώς σε λένε, κορίτσι μου; — Και την αδερφή σου; Η Φραγκογιαννού εσκέφθη· «Θα φωνάξουν τάχα; . . . Θ' ακουστή; Πού ν' ακουστή! . . . Πρέπει να κάμω γρήγορα, προσέθηκε μέσα της.

Δε θα κάμουν οι δασκάλοι, αφτή η γλώσσα να μην υπάρχη, αφού υπάρχει, ακόμη κι αν τους αρέσει να φωνάξουν πως δεν υπάρχει γλώσσα. Και τώρα που την έχει ο λαός, θέλουνε να του τη σηκώσουν και να του καθίσουνε μιαν άλλη με το ζόρι, που μήτε ίδιοι τους δεν τη μιλούνε, μήτε ο λαός μπορεί να την καταλάβη. Αφτή τη γλώσσα, κοριτσάκι μου, ναγαπάςαφτή τη γλώσσα να γράφουμε, για να μας διαβάζης.

Με τα πρώτα γλυκοχαράματα ξύπνησε ο γνοιαστικός αγωγιάτης, πριν να φωνάξουν ακόμα τα ορνίθια, και κρένοντάς μας επήγε στα ζα του. Πρώτος πετάχτηκα ορθός εγώ κ' εβγήκα στην οξώπορτα. Τον κοιμάμενο κάμπο χαμηλά σκέπαζε σαν απέραντο πουπουλένιο πάπλωμα η νυχτερινή καταχνιά, πυκνή και γαλάζια.

Με τα πρώτα γλυκοχαράματα ξύπνησε ο γνοιαστικός αγωγιάτης, πριν να φωνάξουν ακόμα τα ορνίθια, και κρένοντάς μας επήγε στα ζα του. Πρώτος πετάχτηκα ορθός εγώ κ' εβγήκα στην οξώπορτα. Τον κοιμάμενο κάμπο χαμηλά σκέπαζε σαν απέραντο πουπουλένιο πάπλωμα η νυχτερινή καταχνιά, πυκνή και γαλάζια.

Αργότερα ένας νέος παροξυσμός του πόνου τον έκανε να διπλωθεί στα δυο και να μελανιάσει και ενώ οι κυράδες του έστελναν να φωνάξουν το γιατρό εκείνος άρχισε να παραληρεί. Η κουζίνα γέμιζε με φαντάσματα και το τρομερό ον, που δεν έπαυε να τον χτυπά, του φώναξε στο αυτί: «Εξομολογήσου! Εξομολογήσου

Και σαν ανέβηκε η θεά στον Έλυμπο, η Αβγούλα, στο Δία κι' όλους τους θεούς να πει πως ξημερώνει, προστάζει τους καλόφωνους τους κράχτες να φωνάξουν 50 σε συντυχιά τους Αχαιούς με τις θρεμένες χήτες. Κι' αφτοί λαλούσαν, κι' έτρεχε το πλήθος χέρι χέρι. Και πρώτα οργάνιζε βουλή των δυνατών αρχόντων κοντά στου γερο-Νέστορα το μελανό καράβι.

Τρέξανε να φωνάξουν την θεία Έστερ που ήρθε τρομαγμένη και για πρώτη φορά κι εκείνη με κοίταξε άγρια και μου είπε ότι ήρθα για να τις ξεκάνω. Θεέ μου, Θεέ μου! Εγώ έβρεχα το πρόσωπο της θείας Νοέμι με ξύδι και έκλαιγα, σου το ορκίζομαι στη μάνα μου, έκλαιγα χωρίς να ξέρω το γιατί.

Ούτος κληθείς υπό της δημοτικής αστυνομίας όπως βεβαιώση τον θάνατον, εκύτταξεν επιπολαίως το πρόσωπον του νεκρού βρέφους, παρεπονέθη διατί να μην τον φωνάξουν ενόσω τούτο έζη, κ' έδωκε το «ενταφιαστήριον», γράψας «εκ σπασμώδους βηχός».

Την κοίταζε με ζωηρό βλέμμα, λαμπερό, και ήταν τόση η ξαφνική χαρά του που οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια του έμοιαζαν ακτίνες από φως. «Γερνάω», είπε, χτυπώντας τα χέρια και η χαρά του χάθηκε ξαφνικά, όπως είχε έρθει. Γύρισε στο χωριό επειδή ο ντον Πρέντου είχε στείλει να τον φωνάξουν, διαφορετικά δεν θα το είχε κουνήσει πια από κτηματάκι.

Οι γυναίκες φλέγονταν από περιέργεια, επειδή εδώ και λίγο καιρό το αφεντικό τους έστελνε δώρα στις ξαδέλφες του και, παρ’ όλο που τις κορόιδευε, δεν επέτρεπε σε άλλους να τις κακολογούν παρουσία του. Ο Έφις όμως δεν ήταν διατεθειμένος να προχωρήσει σε αποκαλύψεις. Ο ντον Πρέντου έστειλε να τον φωνάξουν κι εκείνος ήταν εκεί για να τον περιμένει και όχι για να φλυαρεί.