United States or Pitcairn Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' είχαν αντίκρυ συντυχιά στο κάστρο απάνου οι Τρώες 345 πυκνή χιλιόφωνη, μπροστά στου βασιλιά τον πύργο. Και πρώτος πιάνει ο γνωστικός Αντήνορας το λόγο «Ακούστε, Τρώες και βοηθοί, κι' ακούστε με, Δαρδάνοι, για να σας πω όσα μου ζητάει μέσα η καρδιά στα στήθια.

Έτσι είπε, και τη συντυχιά σκολάζει χέρι χέρι, κι' όλοι σκορπούνε κι' ο καθείς στο πλοίο του παγαίνει. Έπιασαν τότε οι παραγιοί τα δώρα να φροντίσουν, και φέβγουν πέρα ναν τα παν στου ξακουστού Αχιλέα. Κι' αφού όλα τ' άλλα απίθωσαν μες στις καλύβες, βάζουν 280 τις νιες να κάτσουν· έπειτα τα σερπετά κοπέλια βαρούν τ' αλόγατα να παν με το κοπάδι τ' άλλο.

Είπε, και το χαντάκι εφτύς περνάει, και παν μαζί του κι' οι καπετάνιοι, όσοι είτανε στη συντυχιά κραγμένοι. 195 Πήγε ο Μηριόνης, πήγε ο γιος του Νέστορα ο λεβέντης, τι τους προσκάλεσαν να παν μαζί ναν τα μιλήσουν.

Έτσι λοιπόν τους πρόσταζε και πίσω τους βαρούσε, και πάλι αφτοί στη συντυχιά προστρέχανε απ' τα πλοία κι' απ' τις καλύβες με βουή, παρόμια σαν το κύμα του πολυτάραχου γιαλού, που σ' ακρογιάλι απάνου μεγάλο κοματιάζεται κι' η θάλασσα μουγκρίζει. 210

Και τώρα τ' Αχιλέα εγώ θα ξηγηθώ· όμως όλοι προσέξτε οι άλλοι κι' ήσυχα το λόγο μου αγρικήστε. Συχνά μού λέγανε όλοι τους το λόγο αφτό, και πάντα 85 με κατεχούσαν, μα να εγώ δε φταίω, μον η Κατάτρααφτή που στ' ανήλια γυρνάεικι' η Μοίρα μου κι' ο Δίας, που άγρια με φρένια πύρωσε στη συντυχιά το νου μου τη μέρα π' άρπαξα τη νια ξανά απ' τον Αχιλέα.

Γιατί ήρθε μια φορά κι' εδώ ο θεϊκός Δυσσέας, 205 σταλμένος με το βασιλιά Μενέλα απ' αφορμή σου. Κι' έγινα εγώ προστάτης τους, τους φίλεψα στο σπίτι, κι' είδα τη γνώμη και των διο και τις βαθιές τους σκέψες. Τότες σαν πήγαν κι' έσμιξαν τη συντυχιά των Τρώων, όρθιοι, τους ώμους πιο αψηλά τους κράταε ο Μενέλας· 210 κάθουνταν, και πιο αρχοντικός φαινότανε ο Δυσσέας.

Είπε, και ζητωκράβγασαν οι Δαναοί, και γύρω χιλιόστομα αντιλάλησε απ' τη φωνή η αρμάδα, κι' όλοι τα λόγια παίνεσαν του θεϊκού Δυσσέα. 335 Τότες τους λέει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης «Ω Θέ μου! αλήθια σαν παιδιά στη συντυχιά μιλάτε αθώα, που δεν πιάσανε ποτές σπαθί στο χέρι.

Τότε απαντάει ο Δόλονας, ο γιος του Καλογνώμη «Μετά χαράς σου, θα σ' την πω εγώ όλη την αλήθια. Κοντά στον τάφο ο Εχτορας του θεογέννητου Ίλου χώρια έχει τώρα συντυχιά με τους αρχόντους όλους 415 μακριά απ' τους κρότους· κι' οι φρουρές που με ρωτάς, αφέντη, καμιά ταγμένη επίτηδες δε μας φρουράει τ' ασκέρι.

Και σαν ανέβηκε η θεά στον Έλυμπο, η Αβγούλα, στο Δία κι' όλους τους θεούς να πει πως ξημερώνει, προστάζει τους καλόφωνους τους κράχτες να φωνάξουν 50 σε συντυχιά τους Αχαιούς με τις θρεμένες χήτες. Κι' αφτοί λαλούσαν, κι' έτρεχε το πλήθος χέρι χέρι. Και πρώτα οργάνιζε βουλή των δυνατών αρχόντων κοντά στου γερο-Νέστορα το μελανό καράβι.

Τότε είπε και τους λάλησε τ' Αντραίμου ο γιος ο Θόας, πρώτο των Αιτωλών σπαθί, πιδέξος με κοντάρι, γερός και σ' αμαξοσφαγή, και λίγοι τον νικούσαν στη συντυχιά όταν όλοι οι νιοι παράβγαιναν στο λόγο. Αφτός με λόγια γνωστικά τους μίλησε έτσι κι' είπε 285 «Ωχού, κι' αφτό ναι απ' τ' άγραφα που βλέπω τώρα ομπρός μου!