United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μ' αφτά τα λόγια τ' αδερφού τού γύρισε τη γνώμη, 120 τι είπε σωστά· κι' ακούει αφτός. Κι' οι παραγιοί κατόπι του πήραν την αρματωσά χαρούμενοι απ' τους ώμους. Τότες σηκώθη ο Νέστορας στη μέση και τους είπε «Ω τι κακό που πλάκωσε μεγάλο την πατρίδα!

Κι' εκείνος σα λιοντάρι λες βγαίνει όξω απ' την καλύβα, όχι μονάχος, πάγαιναν διο παραγιοί μαζί του, ο Αφτομέδος κι' Άλκιμος, οι διο τους π' αγαπούσε πιο απ' όλους, τώρα ο Πάτροκλος που τούχε πια πεθάνει. 575 Αφτοί ξεζέβουν τ' άλογα κι' ακούραστα μουλάρια και μπάζουν τον τρανόφωνο κράχτη του γέρου μέσα, του λεν να κάτσει, κι' έπειτα απ' το πανώριο κάρο παίρνουν την πλούσια ξαγορά του φημισμένου Εχτόρου.

Τότες γυρνάει ο Πάτροκλος και στους συντρόφους κράζει 268 «Παιδιά, της Φτιας σταβραετοί, συντρόφοι τ' Αχιλέα, άντρες φανείτε κι' όλοι σας σα σκύλοι πολεμήστε. 270 Έτσι, παιδιά, θα δοξαστεί κι' ο αρχηγός, που πρώτος είναι, τον ξέρουν, στη φωτιά, και πρώτοι οι παραγιοί του· έτσι θα δει το κρίμας του κι' ο γιος τ' Ατρέα ακόμα π' αψήφισε το πιο γερό των Αχαιών κοντάρι

Μον τώρα ελάτε, κι' ότι εγώ σας πω ας το κάνουμε όλοι. 75 Τ' άλογα στο χαντάκι ομπρός οι παραγιοί ας βαστάξουν, κι' εμείς πεζοί με τ' άρματα παραταγμένοι ας πάμε μαζί όλοι με τον Έχτορα αχώριστοι· οι Αργίτες δε θα σταθούν αν πια θεών τους κυνηγάει κατάραΕίπε κι' εκείνου τ' άρεσε ο γνωστικός ο λόγος, 80 και πήδησε απ' τ' αμάξι εφτύς αρματωμένος χάμου.

Είπε, κι' ακούει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης. Έτσι οι γενναίοι παραγιοί τού πήραν το ζεβγάρι ναν το νιαστούνε, ο Στένελος κι' ο σερπετός Βρυβάδης· κι' αφτοί σα μπήκανε κι' οι διο στ' αμάξι του Διομήδη, 115 παίρνει στα χέρια ο Νέστορας τα πλουμισμένα γέμια και τ' άλογα βαράει· κι' εφτύς τον Έχτορα ζυγώνουν.

Μα σήκω μ' όλο το στρατό στον πόλεμο να βγούμε, κι' έτοιμος είμαι εγώ, όταν θες, να δώκω κάθε δώρο 140 που στην καλύβα σου ήρθε εχτές και σούταξε ο Δυσσέας. Ειδέ καρτέρα αν προτιμάς, κιας βιάζεσαι για μάχη, κι' οι παραγιοί απ' το πλοίο μου παν τώρα και τα φέρνουν, και δες τα, κι' έπειτα μου λες, σαν που ποθείς αν είναι

Έτσι είπε, και τη συντυχιά σκολάζει χέρι χέρι, κι' όλοι σκορπούνε κι' ο καθείς στο πλοίο του παγαίνει. Έπιασαν τότε οι παραγιοί τα δώρα να φροντίσουν, και φέβγουν πέρα ναν τα παν στου ξακουστού Αχιλέα. Κι' αφού όλα τ' άλλα απίθωσαν μες στις καλύβες, βάζουν 280 τις νιες να κάτσουν· έπειτα τα σερπετά κοπέλια βαρούν τ' αλόγατα να παν με το κοπάδι τ' άλλο.