United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς σε λυπούμαι, ω θεά!. . . σε τούτον τον αιώνα μου φαίνεσαι 'στην πίστι μου σαν την &κυρά Δασκάλα&, κι' όταν σε βλέπω κάποτε 'ψηλά εις την κολώνα, δεν ξέρω πώς μου έρχεται να πάρω μία σκάλα, ν' ανέβω εις το ύψος σου και να σε κατεβάσω, και το μακρύ κοντάρι σου απάνω σου να σπάσω.

Σύρε το λοιπόν, μου είπεν όλος θυμωμένος, τρέξε εις τον αφανισμόν σου, επειδή και δεν θέλεις να ακολουθήσης τες νουθεσίες μου. Μίαν στιγμήν υστερώτερα αφού και άφησα τον ιμάμην, ήκουσα έναν τελάλην που εφώναζε, πως η Ρετζία παίζει το κοντάρι, και πως όποιος είναι αστόχαστος ας υπάγη να την ιδή, και το φταίξιμον θέλει είναι ιδικόν του διά το κακόν που θέλει του τύχει.

Τότες σαν είδε την πληγή που τ' άνοιξε η σαΐτα, ρουφάει το αίμας, κι' ύστερα κάτι καλά βοτάνια της βάζει απάνου πούξερε, και μια φορά που τάχε από φιλία ο Χείρωνας δοσμένα του γονιού του. Μα εκεί τον ξακουστό αρχηγό π' αφτοί γιατρολογούσαν, 220 να κι' έφτασαν τα τάγματα των ασπιστάδων Τρώων· κι' αφτοί ξαναρματώθηκαν να μπούνε στο κοντάρι.

Εκεί ο γερός Μενέλας σιμά του αμέσως βρέθηκε κρατώντας το κοντάρι. Με περικάλια ο Άδραστος του πέφτει στα ποδάρια 45 «Πάρε με, αφέντη, ζωντανό, και ξαγορά θα λάβεις. Έχει μεγάλους θησαβρούς στου πλούσιου μου πατέρα, χαλκό, χρυσάφι, σίδερο δυσκολοδουλεμένο· και θα μετρήσει ο γέρος μου πολλά για να με σώσει, αν μάθει ακόμα ζωντανό πως μ' έχουν στα καράβια50

Είπε και από τα χέρι του το χάλκινο κοντάρι πήρε και δίπλα το 'θεσεν εις το κυρτό καράβι• εις το καράβι ανέβη αυτός κ' εκάθισετην πρύμνη, κ' έβαλε τον Θεοκλύμενο σιμά του να καθίση. 285 ωστόσο τα πρυμόσχοινα οι σύντροφοι του ελύσαν• τους πρόσταζε ο Τηλέμαχος να πιάσουν τ' άρμεν' όλα, χωρίς ν' αργήσουν, και άκουσαν την προσταγήν του εκείνοι. κ' εσήκωσαν κ' εστύλωσαντο κοίλο μεσοδόκι κατάρτι το ελάτινο, κ' έδεσαν με τα ξάρτια, 290 κ' έσυραν με πλεκτά λουριά τα κάτασπρα πανία. πρύμον τότε τους έστειλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• και απ' τον αιθέρα ορμητικός ο άνεμος βροντούσε, γοργά την πικρή θάλασσα να σχίση το καράβι. τους Κρουνούς και την ένυδρη Χαλκίδα προσπεράσαν• 295 κ' έπεφτ' ο ήλιος κ' ίσκιοναν οι δρόμοι, ότε το πλοίο με του Διός τον άνεμο προς ταις Φεαίς ωρμούσε, και προς την θείαν Ήλιδα, όπ' οι Επειοί δεσπόζουν. εκείθε προς τα δοντερά νησιά το 'στρεψ' εκείνος, κ' ερώτα ο νους του αν την ζωή θα σώσ' ή θα τον πιάσουν. 300

Τότες λοξά τον κοίταξε και τούπε ο Αχιλέας 260 «Έχτορα, μή, φονιά άπιστε, μη λες μαρτύρους κι' όρκους. Όχι! Όρκους 265 δεν έχει οι διο μας, πριν νεκρός ο ένας πέσει χάμου κι' αίμας μπουχτίσει ο λάρυγγας του λιμασμένου τ' Άρη. Βάλε όλα σου τα δυνατά, την επιστήμη βάλ' την· χριά πάσα να φανείς γερό κοντάρι κι' αντριωμένο.

Κι' οι άλλοι σε λιγάκι κοντοζυγώνουν, τα γοργά χτυπώντας άλογά τους. 275 Κι' έπιασε πρώτος του Λυκά ο γιος ναν του μιλήσει «Σκληρόκαρδε πολεμιστή, γιε του λαμπρού Τυδέα, λοιπόν δε σ' έφαγε η γοργή ρηξά, η πικρή σαΐτα· μα ας δούμε πάλι αν θα σε βρω με το κοντάρι τώρα

Και το κοντάρι του περνάει τη φωτοβόλα ασπίδα, και μες στα μαστροδούλεφτα τού χώνεται τσαπράζα, και το σκουτί ίσα εκεί κοντά του σκίζει στο λαγγόνι· μά 'γυρε αφτός και σώθηκε απ' τον πικρό το χάρο. 360 Τότε ο Μενέλας βγάζοντας τη σπάθα, τη σηκώνει και μια του ζάφτει εκεί σπαθιά στου κράνου του το γρόμπο· μα τ' αργυρόκαρφο σπαθί τσακίστη απά στο γρόμπο σε τριά σε τέσσερα, κι' εφτύς του ξέπεσε απ' τα χέρια.

Γιατί καθώς γυρνούσε 40 πρώτος να φύγει, τούμπηξε στη ράχη το κοντάρι, των ώμων του καταμεσύς, και τόβγαλε ως στα στήθια. Και πέφτοντας βροντάει, αχούν και τ' άρματα από πάνου.

Μα τους λυπήθηκε ο γερός Μενέλας σαν τους είδε πεσμένους, κι' όξω ρήχτηκε απ' τη γραμμή των πρώτων, αστράφτοντας μες στο χαλκό και παίζοντας το φράξο· κι' ο Άρης με τη γνώμη αυτή του πλήθαινε την τόλμη, για ναν τον σφάξει τ' άσπλαχνο κοντάρι του Αινεία.