United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτσι κι' εγώ στα πλοία ομπρός σα θέριζε τους άντρες του Έχτορα τ' ανίκητο κοντάρι, δε μπορούσα 135 να βγάλω τη Λωλιά απ' το νου που μ' είχε πριν λωλάνει. Μα αφούσφαλα όμως, και το νου μου πήρε τότε ο Δίας, θέλω ξανά να φιλιωθώ, να δώκω πλούσια δώρα.

Είχε κεφάλι πελωρίου φειδιού, μάτια κόκκινα σαν κάρβουνα αναμμένα, κέρατα στο κούτελο, αυτιά μακρυά και τριχωτά, νύχια λέοντα, ουρά ερπετού, και το σώμα του ήταν λεπιδωτό. Ο Τριστάνος έρριξε κατά πάνω του το άτι με τέτοια δύναμι, ώστε κείνο, με της τρίχες ολόρθες από τον τρόμο, ώρμησε μολαταύτα κατά του τέρατος. Το κοντάρι του Τριστάνου χτυπάει απάνου στα χοντρά λέπια και γίνεται κομμάτια.

Ο Ψωμοφάγος Βασιλιάς, οπού σε πάσα τάξη Μικρούς, μεγάλους έκαμε καθένας να τρομάξη, Το Φουσκομάγουλο απαντάει· ανάφτει οχ το θυμό του, Και το κοντάρι εζύγιασε ενάντια στον οχτρό του.

Σε όχτη απάνω στέκοντας γυρτός κι' ακουμπημένος, 555 Στο τρομερό κοντάρι του, κι' από θυμό αναμμένος, Αυτός ατός του υπόσχονταν, αβοήθητος, μονάτος Των Μπακακάδων τη φυλή να σβύση κατακράτος.

Κι' αφτός κλεφτά οχ τον πύργο 390 πίσω πηδάει, μην τόνε δει κάνα Αχαιού το μάτι πως έφαγε λαβωματιά και παινεσές φωνάξει. Τούρθε κακό του Σαρπηδού που τούφεβγε έτσι ο βλάμης, άμα τον είδε· μα έμεινε ν' αγωνιστεί και μόνος, και καθώς είδε τον Αλκμά του μπήγει το κοντάρι κι' όξω το σέρνει· τότε αφτός τ' όπλο ακλουθώντας πέφτει 395 μπρούμτα, κι' αχεί η χαλκόπλουμη τριγύρω αρματωσά του.

Και τότες τον ξεσκούφωσαν, του πήραν και τ' ολόϊσο κοντάρι, τη λυκοπροβιά, το λυγιστό δοξάρι· αφτά τα σήκωσε αψηλά ο θεϊκός Δυσσέας 460 στην Αθηνά τη λαφυρού κι' έτσι είπε με καμάρι «Πάρ' τα με γιά σου αφτά, θεά· τι εσύ πιο πρώτα απ' όλους τους Ελυμπήσους δώρα μας θα λάβεις. Μα και πάλι οδήγα μας, θεά, ως εκεί που πέζεψαν οι Θράκες

Και για τη μάννα που τον γέννησε τον στέλλει το δίκιο της συγγένειας, παρά καθ’ άλλον, το κοντάρι το εχθρικό για ν’ αποκρούση. ΧΟΡΟΣ Να δώση ο θεός και να πετύχη ο αγωνιστής μου, που τον στέλλει το δίκιο πρόμαχο της πατρίδας° μα τρέμω να ιδώ αιματοφόρους θρήνους για φίλους σκοτωμένους. ΑΓΓΕΛΟΣ Σ’ αυτόν έτσ’ οι θεοί να δώσουν να νικήση.

Ήτο ένας ροδόξανθος και ροδοκόκκινος νέος. Καβάλλα εις άσπρο εύμορφον άλογον, στολισμένον με χρυσαίς φούνταις εις το στήθος. Αρματωμένος ο άγιος με όλα τα άρματά του τα ολόχρυσα. Χρυσοπράσιναις δόξαις άστραφτεν ο θώρακάς του. Κόκκινη, βασιλική, η σέλλα του αλόγου. Με το ασημένιο το κοντάρι του, το μακρύ, μ' ένα μαλαμματένιον σταυρόν εις την άκρην επάνω. Τροπαιοφόρος και ρωμαλέος ο άγιος.

Τότε οι θεοί χειρότερα πιο ακόμα των παθών τους τον τάραχο ίσως πάθαιναν απ' τους θυμούς του Δία, μόνε από φόβο η Αθηνά, όλοι οι θεοί μην πάθουν, όξω χοιμά οχ το πρόσπιτο κι' αφίνει το θρονί της, κι' έτρεξε αμέσως τούβγαλε τα κράνο απ' το κεφάλι 125 και την ασπίδα απ' το κορμί, και τ' άσπαστο κοντάρι του τ' άρπαξε απ' τη χέρα του και τόστησε στην κόχη.

Είπε, και σιώντας έρηξε το γλήγορο κοντάρι, και την πελόρια τού βαράει εφτάβοϊδή του ασπίδα, 245 άκρη άκρη απάς στην όγδοη χαλκοφτιασμένη δίπλα. Έξη περνάει ο άλιωτος χαλκός και κόφτει δίπλες, και στέκει στο στερνό πετσί.