Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025
Είπε, και σιώντας τίναξε το γλήγορο κοντάρι 355 και χτύπησε τη στρογγυλή ασπίδα τ' Αλεξάντρου.
Στερνά οχ τη θήκη του άδραξε το γονικό κοντάρι, βαρύ μεγάλο δυνατό — άλλος αφτό να παίξει δε μπόραε, μόνος κάτεχε ναν τ' ανεμίζει εκείνος, ζαγόριο φράξο πούκοψε ψηλά απ' το κορφοβούνι 390 για τον Πηλέα ο Χείρονας αρματωλών ρημάχτρι.
Όθεν να λάβη τα λαμπρά χαρίσματ' ο Οδυσσέας ανέβη εκεί· και με χαραίς ο Αυτόλυκος τον δέχθη, και του Αυτολύκου τα παιδιά· κ' η μάννα της μητρός του 415 η Αμφιθέα, κλείοντας αυτόν 'ς την αγκαλιά της την κεφαλή του φίλησε και τα λαμπρά του μάτια. και τα γενναία του παιδιά το γεύμα να ετοιμάσουν παράγγειλεν ο Αυτόλυκος' κ' υπάκουσαν εκείνοι, και βώδι ευθύς πεντάχρονον, αρσενικόν, εφέραν, 420 το γδάραν, το συγύρισαν, και, αφού το τεταρτιάσαν, με τέχνη το ελιάνισαν, το πέρασαν 'ς ταις σούβλαις, και, αφού το ψήσαν εύμορφα, χώρισαν ταις μερίδαις. κατόπι τρώγαν κ' έπιναν ολήμερ' ως το δείλι, και απ' το τραπέζ' ισόμοιρο καρδιά δεν εστερήθη. 425 και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, επλάγιασαν να κοιμηθούν κ' εχάρηκαν τον ύπνο. εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη και του Αυτολύκου τα παιδιά και οι σκύλοι ξεκινήσαν εις το κυνήγι και μ' αυτούς ο θείος Οδυσσέας. 430 το υψηλόν όρος πάτησαν του Παρνασού δασώδες, και 'ς τ' ανεμώδη 'πίλακκα δεν άργησαν να φθάσουν. κ' ενώ την γην ο ήλιος κτυπούσ' ως εσηκώθη απ' τον βαθύν Ωκεανό, 'που σιγανά κυλάει, 'ς το δάσος μπήκαν οι οδηγοί, κ' εμπρός τους ερευνώντας 435 τα ίχν' οι σκύλοι βάδιζαν, και οπίσω του Αυτολύκου ακολουθούσαν τα παιδιά, και ο θείος Οδυσσέας κοντά 'ς τους σκύλους κ' έσειε μακρόσκιο κοντάρι. και μέγας χοίρος κείτονταν 'ς το βάθος πυκνού λόγγου· κει μέσ' ούτ' άνεμοι φυσούν με την υγρή πνοή τους, 440 ούτε του ήλιου πότ' έφθασαν οι φωτειναίς ακτίναις, ούτε βροχή πότ' έσπασε, τόσο πυκνός ο λόγγος ήταν, και φύλλα ευρίσκονταν σωρός αυτού χυμένα. και, ως άκουσε ποδοβολή σκύλων και ανδρών, 'που ερχόνταν, εμπρός τους στάθη από σιμά μέσ' άπ' τον λόγγ' ο χοίρος, 445 όλαις ταις τρίχαις ώρθωσε και ως πυρ τα μάτια καίαν. απ' όλους πρώτος χύθηκεν επάνω τ' ο Οδυσσέας, την λόγχη ανασηκόνοντας με το βαρύ του χέρι να τον πληγώση· πρόλαβε να του τραβήση ο χοίρος 'ς τον γόν' επάν' ως ώρμησε ξυστά, και σάρκα επήρε 450 πολλήν το δόντι σχίζοντας, το κόκκαλο δεν ηύρε.
Μα θύμισέ του τώρα αφτά, και κάτσε εκεί, και πιάσ' του το γόνα, μήπως τους οχτρούς θελήσει να βοηθήσει, κι' εκείνους γύρω στο γιαλό και στο καραβοστάσι ναν τους στρυμώξει με σφαγή μεγάλη, τους Αργίτες, που έτσι να νιώσουν τ' όφελος του βασιλιά τους όλοι, 410 και έτσι να δει το κρίμας του κι' ο γιος τ' Ατρέα ακόμα που ντρόπιασε το πιο γερό των Αχαιών κοντάρι.»
Ο Τριστάνος της έλεγε: «Βλέπεις αυτές της ωραίες μπούκλες; είναι του Ντενοαλέν. Σου πήρα εκδίκηση απάνω του. Ποτέ του πεια δε θ' αγοράση ούτε θα πουλήση θώρακα ούτε κοντάρι! — Καλά, άρχοντα. Αλλά τεντώστε το τόξο σας, παρακαλώ. Θάθελα να ιδώ αν τεντώνεται εύκολα». Ο Τριστάνος το τέντωσε μ' έκπληξι, χωρίς να καταλαβαίνη καλά.
Το κοντάρι εκείνο του Πέρσου πολεμιστή μαζί με του Ιουλιανού το κορμί αφάνισε και το κόσκινο που είχε πλέξει ο σκολαστικός Αυτοκράτορας για να κουβαλή ταθάνατό του νερό. Ήρθε ως τόσο σε δύστροπη ώρα το τέλος του. Πού να βρεθή της προκοπής Βασιλέας μέσα στα βουνά της Περσίας να τους οδηγήση, αν όχι στη νίκη, τουλάχιστο στην πατρίδα, τους!
Αφτούς, ο γιος του Μηκιστιά τους νέκρωσε τα κάλλη και την ψυχή, και τ' άρματά τους έβγαλε απ' τους ώμους. Κατόπι τον Αστύαλο ο Πολυποίτης σφάζει. Μια του Δυσσέα κονταριά ξαπλώνει τον Πιδύτη· 30 το θεογέννητο Αρετά κι' ο Τέφκρος θανατώνει, και κάρφωσε ο Αντίλοχος με το λαμπρό κοντάρι τον Αβληρό.
Μέρες εννιά το λείψανο θα κλαίμε μες στον πύργο, στις δέκα θαν το θάψουμε και θα δειπνήσει ο κόσμος, 665 τη μέρα την εντέκατη θα στήσουμε το μνήμα· κατόπι πολεμούμε πια αφού το θέλει η τύχη.» Τότε ο γοργός του μίλησε γιος του Πηλιά και τούπε «Ναι, γέρο μου, ας γενεί κι' αφτό καθώς ορίζεις, έτσι· τι μέρες δώδεκα, όπως λες, κοντάρι δεν θα πιάσω.» 670
Εγώ με χέρια βέβαια δεν θέλω πολεμήσει Διά την κόρην, ούτ' εσέν', ούτε κανέναν άλλον· Ότι εσείς την παίρνετε, 'πού μέ την εδωσέτε. Από δε τ' άλλα, όσα μ' είν' 'ς το μαύρο το καράβι, Δεν θέλεις πάρη τίποτε χωρίς το θέλημά μου. Ει δ', έλα δα δοκίμασε, για να ιδούν και τούτοι. Ευθύς το μαύρο αίμα σου θα ρεύσ' εις το κοντάρι.
Τώρα έλα βάλε, Πάτροκλε, τα ξακουστά άρματά μου να πας στη μάχη τα παιδιά που λαχταρούν κοντάρι, 65 τι μάβρο σύγνεφο, οι οχτροί, δες! πλάκωσαν τα πλοία βαριά, κι' είναι όλοι οι Δαναοί ρηγμένοι στ' ακροβράχια άκρη άκρη· λίγο κι' ο γιαλός θαν τους χωνέψει πίσω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν