United States or United States Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βλητρούδης ο αγέλαστος σ' ένα άλλο μέρος πάλι Στο Λυχνοπήδαν ήφερε φριχτού θανάτου ζάλη· Στο ψυχικό η κονταριά ορμητικά τον παίρει, 435 Κι' ως αστραπή τον έρριξε το φονικό του χέρι· Ο Κοροφάγος τρομερός με πείσμα του κινάει, Στο Φωναράν εχύμησε στη μέση τον χτυπάει.

Αλλά κι' εκεί που πάντεχε μ' ασφάλια να γλυτρώση, 455 Ο μαύρος χάρος κι' άλαλος δεν έλειψε να σώση· Τι ο Λαδορρούφης νιόθοντας τον άναντρο σκοπό του, Κι' από μακριά τον πρόφτακε απάνω στο φυγιό του. Μια κονταριά σαν τώσυρε στα δρόμο τον γκρεμίζει, Κι' από το αίμα της πληγής η λίμνη κοκκινίζει· 460 Τα μέλη του ακίνητα κι' αλίγυγα τεντόνουν, Και το κορμί του το ψυχρό τα κύματα τ' αμπόνουν.

Ώρμησαν με τα κοντάρια χαμηλωμένα και χτυπήθηκαν. Ο βαρώνος της Νάντης έσπασε το δικό του χωρίς να κλονίση τον Καερδέν που μ' ένα πειο σίγουρο χτύπημα παραμέρισε την ασπίδα του αντιπάλου και του βύθισε το μαυρειδερό σίδερο στο πλευρό, ως τη λαβή. Αναποδογυρισμένος από τη σέλλα ο ιππότης ξεφεύγει από της σκάλες και πέφτει.

Ίσως που πολεμούσε με κοντάρια και με σαΐτες, αντί με μολύβι και με φωτιά. Ίσως που είταν ένας και μοναχός σε μια λάκερη Πόλη. Ένας είταν, κ' ένας μας έμεινε. Σήκω, να πάμε στου φίλου. Ανάπαψη δε θα βρούμε και δω. Ανάγκη δεν είναι να μπούμε από τις πόρτες τις μαρμαρένιες. Μπορούμε, και πρέπει να μπούμε σα σφίγγες από μια τρύπα, και να σύρουμε ίσια στ' αυτί του να του πούμε δυο λόγια.

Τα παιδιά τον ακολουθούν και αρχίζουν εν τω άμα εργασίαν επίπονον ν' ασφαλίσουν την γαλάζιαν των τράταν η οποία ανακινουμένη από των βιαίως επερχομένων κυμάτων, ήρχισε να κτυπά επί της μαρμαρίνης προκυμαίας, με κοντάρια και κωπιά απομακρύνοντες αυτήν από την σκάλαν.

Είπε, κι' εκείνοι χύθηκαν σα δρόλαπας όλοι ίσα μ' όρθια κοντάρια, κι' η καρδιά μια αποθυμιά τούς είχε, ν' αρπάξουνε ως στο μέρος τους τον Πάτροκλο απ' τον Αία... 235 λωλοί! τι απάνου του έσκάψε πολλών εκεί το λάκκο. Στερνά όμως είπε του άσκιαχτου Μενέλα τότε ο Αίας «Αδρέφι, θεογέννητε Μενέλα, δεν τ' ολπίζω κι' εμείς πως πια οχ τον πόλεμο τώρα θα πάμε πίσω.

Και πήρε διο του τροχιστώ γερά κοντάρια μ' άκρες χαλκένιες, π' ως στον ουρανό ψηλά λαμποκοπούσαν. 45 Και μπουμπουνίσανε οι θεές, η Αθηνά κι' η Ήρα, τιμώντας της πολύχρυσης το βασιλιά Μυκήνας. Τότες παράγγειλε ο καθείς στον αμαξά του, τ' άτια ναν τους βαστούνε εκεί ήσυχα με τάξη στο χαντάκι, κι οι ίδιοι ομπρός ροβόλησαν με τ' άρματα οπλισμένοι πεζοί· κι' ακούστηκε άσβυστη με την αβγή η αντάρα. 50

Μα τώρα στάσου εσύ να δεις, τι θα σ' το πιώ το αίμας εδώ θαρρώ, κι' απ' τ' άρματα σφαγμένος τα δικά μου, δόξα σ' εμένα, την ψυχή στον Άδη θα χαρίσειςΕίπε, κι' εκείνος σήκωσε τα φράξο ναν του ρήξει, 655 και τα κοντάρια πήδηξαν μαζί κι' απ' τα διο χέρια.

Τα στήθια τους εσκέπασαν από κρουστό τομάρι Μιας ψόφιας Γάτας, που όλοι τους επιταυτού είχαν γδάρει Πασάνας μέρος απ' αυτό ωμορφοτουρνεμένο, Για θώρακα εσχημάτιζε με τζάκνα καρφομένο. 270 Χτους οφαλούς των λυχναριών γεραίς ασπίδες φκιάνουν, Και από βελόναις σουβλεραίς με τα δεξιά τους πιάνουν Βαριά κοντάρια αλίγυγα, και σιδιροβαμμένα, Οπού ο ίδιος Ήφαιστος τους τάχε χαρισμένα.

Ε νιος κι' ας είμουν, Δία μου κι' εσύ Αθηνά κι' Απόλλο, σαν τότε απάς που στο γοργό Κελάδο συναγμένοι χτυπιούνταν κονταρόπλιστοι Αρκάδες και Πυλιώτες, εκεί που τρέχει ο Γιάρδανος, κοντά στης Φιάς το κάστρο. 135 Εκείνων πρωταγωνιστής βγήκε μπροστά ο Ρεφτάλης, άντρακλας ίσος με θεούς, στους ώμους του φορώντας τ' Αρήθου την αρματωσά, που τούχαν παρανόμι βγαλμένα οι άντρες ρόπαλα κι' οι λυγερές γυναίκες· τι δεν πολέμαε με μακριά κοντάρια ή με δοξάρι, 140 παρά με ρόπαλο έσπαζε τους λόχους σιδερένιο.