United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μην τακούς αυτά που μας τσαμπουνίζουν οι δασκάλοι για τη μαύρη τη Μοίρα που βύθισε το Έθνος σε μύρια βάσανα και μαρτύρια. Αυτά όμως τα λέμε άλλη φορά. Ας έρθουμε στον Μπραΐμη. Είτανε Ρωμιός ο Μπραΐμης, μα με τη βία αυτός δεν τούρκεψε. Και μήτε παιδομαζεμένος δεν είταν. Ηλία τον έλεγαν. Ο χαδεμένος ο γυιος ενός Προεστού. Πλούσιος ο πατέρας του. Ως κ' οι τούρκοι τονε φοβούνταν.

Αυτή η χαριτωμένη επιστολή, αυτή η ανέλπιστη επιστολή, γέμισε ανέκφραστη χαρά τον Αγαθούλη· η αρρώστια της αγαπημένης του Κυνεγόνδης τόνε βύθισε στη λύπη. Μ' αυτά τα δυο αντίθετα συναισθήματα, παίρνει το χρυσάφι του και τα διαμάντια του, βάζει να τον οδηγήσουνε με το Μαρτίνο στο ξενοδοχείο, που έμενε η δεσποινίς Κυνεγόνδη.

Βασιληά Μάρκε, φθάνει ο όρκος; — Ναι, Βασίλισσα. Κι' ο Θεός ας φανερώση την κρίσι του την αληθινή. — Αμήν, είπε η Ιζόλδη». Επλησίασε στη φωτιά, χλωμή και κλονιζομένη. Όλοι σιωπούσαν. Κόκκινο ήτανε το καυτό σίδερο. Βύθισε τα γυμνά μπράτσα της μέσ' τη φωτιά, έπιασε το σιδερένιο ραβδί, έκανε εννιά βήματα κρατώντας το στα χέρια της σε σχήμα σταυρόν, ανοιχτά.

Ώρμησαν με τα κοντάρια χαμηλωμένα και χτυπήθηκαν. Ο βαρώνος της Νάντης έσπασε το δικό του χωρίς να κλονίση τον Καερδέν που μ' ένα πειο σίγουρο χτύπημα παραμέρισε την ασπίδα του αντιπάλου και του βύθισε το μαυρειδερό σίδερο στο πλευρό, ως τη λαβή. Αναποδογυρισμένος από τη σέλλα ο ιππότης ξεφεύγει από της σκάλες και πέφτει.

Ο κεραυνός σου μου σπάραξε τον κήπο της στοργής μου. Ο κεραυνός σου μου βύθισε τη βρύση των δακρύων. Ακούω τη βροντή του μέσα στο χάος της ψυχής μου. Ευδόκησες να λάμπω από το φως του πόνου! Κύριε, μου έλειπεν ως τώρα το δείγμα της μεγάλης σου καλωσύνης — η καταστροφή. Ναι, είχα κάποτε χαμογελάσεικάποτε είχα ελπίσεικάποτε βρήκα τη ζωή ωραία. Είν' αλήθεια. Είχα κάμει όλες αυτές της αμαρτίες!

Τέλος τόνα από τα δυο καράβια έρριξε στο άλλο μια ομοβροντία τόσο χαμηλά και τόσο πετυχημένη που το βύθισε ολότελα. Ο Αγαθούλης κι' ο Μαρτίνος διακρίνανε πολύ καθαρά καμμιά εκατοστή ανθρώπους πάνω στη γέφυρα του πλοίου που βυθιζότανε. Σηκώναν όλοι τους τα χέρια στον ουρανό και ξεφωνίζανε με φρίκη. Σε μια στιγμή όλα καταπιοθήκανε!

Είχε, αλήθεια, δοκιμάσει δυστυχήματα χίλιες φορές μεγαλύτερα· αλλ' η ψυχραιμία του δικαστή και του πλοιάρχου, που τον έκλεψε, ερέθισε τη χολή του και τον βύθισε σε μαύρη μελαγχολία. Η κακία των ανθρώπων παρουσιαζότανε στα μάτια του μ' όλη της την ασχημιά και τρεφόταν όλο με θλιβερές σκέψεις.