United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέλος τόνα από τα δυο καράβια έρριξε στο άλλο μια ομοβροντία τόσο χαμηλά και τόσο πετυχημένη που το βύθισε ολότελα. Ο Αγαθούλης κι' ο Μαρτίνος διακρίνανε πολύ καθαρά καμμιά εκατοστή ανθρώπους πάνω στη γέφυρα του πλοίου που βυθιζότανε. Σηκώναν όλοι τους τα χέρια στον ουρανό και ξεφωνίζανε με φρίκη. Σε μια στιγμή όλα καταπιοθήκανε!

Πέτρες, πέτρες, κ' ένα σύννεφο σκόνη. Τίποτις άλλο δε θυμούμαι της τρομερής εκείνης βραδιάς, παρά που ήρθαν κατόπι μ' αναμμένα δαδιά, και σήκωναν πέτρες, και φώναζαν, κι αναστέναζαν, κ' έκλαιγαν. Μου φαινότανε σα να είμουνα μισοθαμμένος. Δεν πονούσα πουθενά, μα θαρρούσα πως σε δύο κομμάτια χωρίστηκα. Έτσι κι ο νους μου είτανε χωρισμένος.

Πεζοί πεζούς αλώνιζαν, πούφεβγαν θεν δε θένε, 150 κι' αμαξωτούς αμαξωτοίκαι τύφλωνε στον κάμπο ο κουρνιαχτός που σήκωναν τα ζώα πιλαλώνταςμε τα κοντάρια και σπαθιά. Κι' ο βασιλιάς ξοπίσω σκότωνε πάντα κι' έκραζε ομπρός! στα παλικάρια.

Σκάλωναν απάνω στα δένδρα να τον ιδούν, ανέβαιναν στα κεραμίδια των σπιτιών, έσπρωχνε ο ένας τον άλλον για να τον πρωτοκυττάξη, Οι μανάδες σήκωναν τα παιδιά τους στα χέρια τους για να τον κυττάξουν και οι γέροι στυλώνανε τα κορμιά τους να τον ιδούν μια φορά πριν πεθάνουν. Αυτά έλεγε ο χωριανός κι' όλη η χώρα τον άκουγε μ’ ανοικτό στόμα.

Κ' οι άμετροι αξιωματικοί της Αυλής, καθώς κ' οι άλλοι αρχόντοι, εξόν από μεγαλόηχους τίτλους σήκωναν κι αρίφνητο βιος· ολόσκεποι μάλαμα και μετάξι από την κορφή ως τα νύχια, αφού δα και τα ποδήματά τους είτανε χρυσοξόμπλιαστα. Τίποτες δεν το είχε τότες πλούσιος να ορίζη δέκα κ' είκοσι σπίτια, και λουτρά άλλα τόσα. Σπίτια τα είπαμε, κι ως τόσο είταν παλάτια.

Αχ, να βλέπατε κάτι γέρους σαράβαλα και κάτι χοντρές πενηντάρες που στο σπίτι τους θα βογκούσαν απ’ τη μια καρέκλα στην άλλη -πως σήκωναν τα πόδια τους αψηλά και πηδούσανε σαν τις κατσικούλες!

Οι γεροπαλεϊκώτεροι, που την ανέβαζαν στου Βενετσάνου τον καιρό, ανατρίχιαζαν κ' εκείνοι ακόμα στάκουσμά της. Εξαφηγιώνταν φριχτά πράματα που σου σήκωναν το πετσί. Μάβρες και σκοτεινές ιστορίες, για ταερικά που κράταγαν στανήλιαστα υπόγειά της. Θαμαστά και παράξενα πράματα, για το φοβερό το στοιχειό που την κατείχε. Όταν εμέθαε ο Λίακας ήταν τ' αξιώτερο παληκάρι που μπορούσε να σταθή στον κόσμο.

Μπροστά τ' αμάξια, σύγνεφο πίσω οι πεζοί ακολουθούσαν πυκνό· κι' οι φίλοι σήκωναν το λείψανο στη μέση, κόμες γιομάτο πούκοβαν κι' απάνου τού πετούσαν· 135 και πίσω του Πηλέα ο γιος του κράταε το κεφάλι καταθλιμένος, τι έστελνε πιστό στον Άδη αδέρφι.

Εμείς ακολουθώντας βαρούμε οι διο τον Έχτορα και τους Δαρδάνους πίσω, οι διο μας μ' ένα τ' όνομα και μια καρδιά, π' αντάμα 720 στέκοντας πάντα ατρόμητοι τον Άρη καρτεράμεΕίπε, κι' οι διο τους το νεκρό αγκαλιαστά από χάμου τον σήκωσαν ψηλά ψηλά. Και σκούξανε όλοι οι Τρώες σαν είδαν Αχαιούς μπροστά και σήκωναν το σώμα.

Μα όπως τότε και τώρα σήκωναν τα περισσότερα από το Χαγάνο. Γιατί ο Αριστόδημος όπως την Ελπίδα μάχονταν και τα ζωντανά της. Ενώ από φυσικό του ήταν ανοιχτοχέρης και δε χάλαε την καρδιά κανενός, για την Ελπίδα γινότανε καρμίρης. Οι ξένοι μπορούσαν ν' απολάνε τ' άλογά τους, να κόβουν ξύλα, να συνάζουν φυντάνια, να ξερριζώνουν δεντρικά, να κόβουν πωρικά ό,τι ώρα ήθελαν.