United States or Nauru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την τρίτη μέρα, καθώς ο Τριστάνος πήγαινε κατά τη σκηνή τη στημένη στη γέφυρα του καραβιού, τον είδε η Ιζόλδη να πλησιάζη, και ταπεινά του είπε: «Εμπάτε μέσα, κύριε. — Βασίλισσα, απάντησε ο Τριστάνος, γιατί με λέτε κύριο. Δεν είμαι ίσα-ίσα υποτελής και υποταχτικός σας; υποχρεωμένος να σας σέβωμαι, να σας υπηρετώ και να σας αγαπώ σαν βασίλισσα μου και σαν κυρία μου;

Διότι αυτό γίνεται και η μεγαλιτέρα αρχή της σωτηρίας της πόλεως, και επάνω εις αυτήν, ως εις στερεόν θεμέλιον, είναι δυνατόν να κτίση κανείς όλον τον διάκοσμον τον πολιτικόν, τον οποίον θα εύρισκε κατάλληλον εις την τοιαύτην εγκατάστασιν. Όταν όμως αυτή η μεταβατική γέφυρα είναι σαθρά, τότε δεν είναι δυνατόν να είναι κατόπιν πλουσιοπάροχος εις καμμίαν πόλιν η πολιτική δράσις.

Το στόμιον του πελάγους τούτου έχει τεσσάρων σταδίων πλάτος, το μήκος δε αυτού, ο αυχήν, όστις καλείται Βόσπορος, και όπου εζεύχθη η γέφυρα, είναι περίπου εκατόν είκοσι σταδίων.

Και τότε ποιος θα μπορούσε ν' αμφιβάλλη για το μεγαλείο της πράξεώς σου; Ποιος θα σε κατηγορούσε για της ρεμβώδεις ώρες σου; Ποιος θα έλεγε πώς σπαταλούσες την ακούραστη δραστηριότητά σου σε τρέλλες εξωφρενικές; Εκεί στη Βενετία, κοντά στη Γέφυρα των στεναγμών, απάντησα το πρόσωπο, προς το οποίον αποτείνω αυτήν την επίκλησιν, για τρίτη ή τέταρτη φορά. Και πώς να ξεχάσω το πώς τον συνήντησα!

Ένας κούρκος φούσκωνε και γουργούλιζε απάνω στο χωματένιο ψήλωμα το χλοϊσμένο που πάει μαζί με το δρόμο, απ’ τη μια .μπάντα, ίσαμε τη γέφυρα του Ιλισσού: από τις γαλάζιες βραχόπετρες της Καλλιρρόης ακούγονταν καθαρά οι κόπανοι των γυναικών που’πλεναν. . . Κάτι κατσίκες έβοσκαν στα χόρτα του ψηλώματος πούχανε γεμίσει πάλι καινούργια λουλουδάκια. . . Μες τη μέση του δρόμου ένας κόκκορας με τις κόττες του σκαλίζανε μες τις φρεσκοπεσμένες καβαλλίνες κι ο κόκκορας έκανε κακκαρίσματα ντελαλητά για το κάθε κριθαράκι που τους εύρισκε, φωνάζοντας τις ναρθούνε να το τσιμπήσουν. . . Απέξω από ‘να μπακάλικο ήτανε βγαλμένα κάτι σιδερένια τραπέζια και καρέκλες κ' ένας-δυο ήταν καθισμένοι κ' έπιναν. Πάμε να πιούμ' ένα κρασάκι έτσι στο ποδάρι; φώναξε ο Περικλής ο χοντρέλης-τώρα βγήκε το καινούργιο κρασί κι αυτός εδώ παίρνει τις καλύτερες μουστιές, γιατί σου λέει πριν να πας στον άλλον κόσμο, τσούξε και μια γουλιά της προκοπής!... Γέλασαν όλοι με ταστείο του χωρατατζή του Περικλή και κανείς δεν είπε όχι και μπήκαν όλη η συντροφιά στο μαγαζί κ’ ήπιαν από 'να κρασάκι.

Πήρε μαζύ του, εκτός από τον Γκορνεβάλη, εκατό ιππότες από μεγάλες γενιές, διαλεγμένους μέσα στους πειο αντρείους, και τους έβαλε και φόρεσαν κοντοκάπια και μαντύες από χοντρά πρόστυχα πανιά, ώστε να μοιάζουν με εμπόρους. Αλλά κάτω από τη γέφυρα του καραβιού έκρυβαν της πλούσιες στολές από διάχρυσο ύφασμα, βελούδο, και πορφύρα, που αρμόζουν στους απεσταλμένους ενός Βασιληά ισχυρού και μεγάλου.

Τοιουτοτρόπως η λεκάνη, γενομένη λίμνη, εφάνη κατάλληλος προς τον σκοπόν δι' ον ήτο προωρισμένη, και η γέφυρα κατεσκευάσθη προς χρήσιν των πολιτών. Αυτή η ιδία βασίλισσα επενόησε την εξής απάτην· άνωθεν της μάλλον συχναζομένης πύλης του τείχους κατεσκεύασε τον ίδιον εαυτής τάφον, υψηλόν και ελκύοντα τα βλέμματα πλειότερον ή η πύλη.

Ο δε Δαρείος αναχωρήσας εκ των Σούσων έφθασεν εις τον Βόσπορον της Καλχηδονίας όπου ήτο εζευγμένη η γέφυρα, και εκείθεν εμβάς εις πλοίον έπλεε προς τας νήσους τας λεγομένας Κυανάς, αι οποίαι, ως λέγουσιν οι Έλληνες, ήσαν άλλοτε πλαγκταί.

Φαίνεται όμως πως η δουλειά του δεν είναι και πολύ της προκοπής.» «Αρκεί να τα βγάζει πέρα, Στεφάνααποφάνθηκε ο Έφις, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι. «Αρκεί να τα βγάζει πέρα χωρίς ν’ αμαρταίνει.» «Αυτό είναι το δύσκολο, ψυχή μου! Πώς να περάσει κανείς το ποτάμι χωρίς να βραχεί;» «Περνώντας πάνω από τη γέφυρα», είπε η άλλη υπηρέτρια από την αυλή, σκυμμένη επάνω σ’ ένα σωρό από αμύγδαλα που έσπαγε.

Το κάρο εξαφανιζόταν μέσα στη νύχτα, αλλά επάνω στη γέφυρα, κάτω από το φεγγάρι, έμενε ο ντον Τζάμε νεκρός, ξαπλωμένος στη σκόνη, με ένα μελανό εξόγκωμα σαν ρώγα σταφυλιού στο σβέρκο. Ο Έφις γονάτιζε πλάι στο νεκρό και τον ταρακουνούσε. «Ντον Τζάμε, αφέντη μου, έλα, έλα! Οι κόρες σου σε περιμένουν.» Ο ντον Τζάμε έμενε ακίνητος.