United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ω! πόσον έλαμπεν από της ιμερτής χαράς το πολιόν πρόσωπον του πρεσβύτου, ως λάμπει το πρόσωπον πατρός, προπέμποντος εις τον ωκεανόν του Κόσμου το τέκνον του, του οποίου προ μικρού ησπάσθη της χαράς τα στέφανα.

Φαίνεται όμως πως η δουλειά του δεν είναι και πολύ της προκοπής.» «Αρκεί να τα βγάζει πέρα, Στεφάνααποφάνθηκε ο Έφις, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι. «Αρκεί να τα βγάζει πέρα χωρίς ν’ αμαρταίνει.» «Αυτό είναι το δύσκολο, ψυχή μου! Πώς να περάσει κανείς το ποτάμι χωρίς να βραχεί;» «Περνώντας πάνω από τη γέφυρα», είπε η άλλη υπηρέτρια από την αυλή, σκυμμένη επάνω σ’ ένα σωρό από αμύγδαλα που έσπαγε.

Ο Κουμπής απώθησε τα στέφανα επί της τραπέζης, κάτω της Αγίας εικόνος, έκαμεν ένα σταυρόν, κ' έδωκε την χείρα εις την Λελούδαν. — Έλα, αγάπη μου. Η κόρη εσηκώθη μηχανικώς. Ούτε ήθελεν, ούτε ηδύνατο ν' αντισταθή. Εστάθη εκείνος δεξιά, και αύτη αριστερά, αντικρύ της εικόνος. — Τώρα θα μας κάμης πατριαρχικόν γάμον, δέσποτα, όπως συνηθίζουμ' εμείς στο Φανάρι.

Και όμως, είδες πώς εξάπτεται το αφεντικό όταν μιλήσει κανείς γα τις ξαδέλφες του;» «Οι καιροί αλλάζουν: ακόμη και τα πουλαράκια γερνούν», αποφάνθηκε η Στεφάνα, αλλά και οι δυο ένοιωθαν πως κάτι το καινούργιο, κάτι το σημαντικό κρεμόταν πάνω από τη μοίρα τους, σαν υπηρέτριες χωρίς κυρά.

Είναι χαρούμενος, ο ντον Πρέντου∙ ξαναπάχυνε και η χρυσή αλυσίδα δεν κρέμεται πια τόσο στο μαύρο του γιλέκο. «Γιατί γύρισες εδώ, βλάκα; Εάν ερχόσουν στο σπίτι μου θα σου έπεφτε άσχημα; Είσαι σαν το γάτο που επιστρέφει και αν ακόμη τον απομακρύνουν κλεισμένο μέσα σ’ ένα σάκο. Άντε, πάμε∙ θα σε βάλω στο κρεβάτι της Στεφάνα

Αν δεν έλθης, δεν βάζουν στέφανα, είπεν η Αφέντρα. Εσύ είσαι δεύτερος πατέρας για μας, θα σου φιλήσωμε το χέρι κ' εγώ κι' ο Γρηγόρης . . . ως τόσο, δε δίνεις μόνος σου κειναδά τα λεπτά; . . . . χίλιες δραχμές του έχουνε τάξει ακόμα . . . Δεν τα δίνεις με το χεράκι σου; αποκάτ' απ' το προσκέφαλό σου τάχεις;

Πόσον δ' υπέφερε κατά το διάστημα τούτο, μόνον αυτή εγνώριζε κ' αι άγιαι εικόνες, προς τας οποίας εσύρετο γονυκλινής όλας τας ώρας της ημέρας και της νυκτός, ζητούσα συγχώρησιν, και τα συζυγικά στέφανα, τα οποία έβρεχε διά των δακρύων της, επικαλουμένη το έλεός των.

Και δίπλα εις το Τριμόρφι εκρέμαντο από καρφίον συνημμένα, εις τεμάχιον λευκού πέπλου τυλιγμένα, τα δύο στέφανα, τα στέφανα του γάμου. Α! ήρχοντο, ναι, ακόμα αι αναμνήσεις του γάμου, αλλ' ήρχοντο απαίσιαι, και κατ' άλλην όψιν.

Καθάρισε καλά για να μην έχουμε πολλή δουλειά στο γάμο». «Το δικό σου με τον Έφις;», είπε η Πατσάνα. «Όσο για τον ντον Πρέντου πρέπει να περιμένουμε πρώτα τη ντόνα Νοέμι να πει το ναι!» Η Στεφάνα όμως τη μούντζωσε, έτσι και αλλιώς τα λόγια αυτά της φαίνονταν παράλογα.

Ο Έφις τη κοίταξε μια στιγμή, όπως είχε κοιτάξει τη Στεφάνα, και δεν απάντησε. «Αυτό που με στενοχωρεί είναι που οι κυρίες Πιντόρ μας κρατάνε κακία», είπε η γριά, κοιτάζοντας πάλι εκεί πάνω. «Εμάς μας έχουν διώξει και μόνο ο Τσουαναντόνι μπορεί καμιά φορά να μπει στο σπίτι τους που είναι πιο κλειστό και από το Κάστρο στα χρόνια των Βαρόνων.