United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και άνωθεν αυτού διά τεσσάρων κιονίσκων επιβαστάζεται ο θολίσκος αυτού, θαύμα ξυλογλυπτικής ως θόλος ναΐσκου, καλλίμορφος, φέρων επί της κορυφής επίχρυσον ξύλινον στέμμα, απολήγον εις σταυρόν, ενώ έσωθεν άνω του Επιταφίου θρήνου κρέμαται ωσάν πολυέλαιος έτερον τεχνητόν στέμμα εκ χρυσοχάρτου και τεχνητών ανθέων, στίλβον ακτινωτώς μετά μαρμαρυγών εν τω φωτί των λαμπάδων.

Όπισθεν ενός πορφυρού κίονος, κρυφοκυττάξας γύρω, αφού συνήλθεν από της πρώτης εκπλήξεως, έκαμε τον σταυρόν του, δειλόν και έμφοβον σταυρόν, είτα ελθών έστη σκυθρωπός, εκεί οπού άλλοτε ήτο η αγία Τράπεζα.

Εκαρφώθη επί του ξύλου τόσον ταχέως, ώστε οι αυγουστιανοί δεν ηδυνήθησαν να τον παρατηρήσωσιν ανέτως. Μόνον, αφού ηνώρθωσαν τον σταυρόν, όλων τα βλέμματα εστράφησαν προς εκείνον. Ελάχιστοι όμως ηδύναντο ν' αναγνωρίσωσι τον τέως Χίλωνα εις το πρόσωπον του γέροντος και γυμνού εκείνου ανθρώπου.

Ο Γιωργάκης της Λιμπέριαινας, με φωτιά τα μάτια του από την αγρυπνίαν και από τον μυστικόν της νυκτός θρήνον, ξεσκούφωτος κι' έχων έτοιμον θυμιατόν πήλινον, από εκείνα τα πρασινοκίτρινα του Τσανακαλέ, έκαμεν αμέσως τον σταυρόν του και ήρχισε να θυμιάζη τους ναύτας γύρω-γύρω αναγινώσκων συγχρόνως το Τρισάγιον και ψάλλων: «Μετά πνευμάτων δικαίων . . . . .». Οι ναύται καταπτοηθέντες αίφνης από της πρώτης εκείνης επιβολής, μεθ' ης παρέστη ενώπιον των οφθαλμών των, την εωθινήν εκείνην ώραν, η απροσδόκητος αυτή σκηνή του πένθους, έστησαν εν ευλαβεία κατανυκτική γύρω-γύρω, ως εις Εκκλησίαν.

Ο γέρω-Αρνάκιας, ο βοσκός, ένας τόσος δα ανθρωπάκος, βλέπων από του ύψους, από τον Άγιον Ιωάννην του Κάστρου, όπου είχε τα προβατάκια του, μίαν προκύπτουσαν προς την θάλασσαν σκιάν, αρχίζουσαν από έν τριγωνικόν οξυκόρυφον κάλυμμα και απολήγουσαν εις δύο γυμνάς κνήμας, έλεγε κάμνων τον σταυρόν του: — Ως και την θάλασσα την δεκατίζει αυτός ο δεκατιστής!

Ήδη έβλεπε την σημαίαν, η οποία εκυμάτιζε, τον λευκόν σταυρόν της επάνω εις την ερυθράν επιφάνειαν, όπως έχουν οι Ελβετοί και οι Δανοί· εμπρός του εξετείνετο το Ιντερλάκεν. Ήτο αληθώς πόλις μεγαλοπρεπής, περισσότερον από κάθε άλλην, εσκέφθη ο Ρούντυ. Μικρά Ελβετική πόλις εν στολή Κυριακής.

Αλλά μίαν εσπέραν, λησμονήσας, επήρε τον δρόμον του Αγίου Αντωνίου κατά την επιστροφήν, και διελθών από τα σκοτεινόν πηγάδι του Αχειλά και περάσας τα επτά ρεύματα, γεμάτα νερό, έφθασεν εις τον πευκώνα τον μεγάλον, και αίφνης αντίκρυσε μακρόθεν την πορτίτσα του Αγιαντώνη. Έκαμε τον σταυρόν του από ευλάβειαν, αλλ' εταράχθη.

Έκπληκτος ο κ. Νιαουστεύς έλαβε το δώρον, και δι' αναφοράς παρεκάλεσε το υπουργείον να τον προβιβάση, αν ευαρεστήται, εις τον χρυσούν σταυρόν. Αλλ' ουκ ην φωνή, ουκ ην ακρόασις.

Μακρόθεν ηκολούθουν κ' εγώ, θελχθείς συμπαθώς υπό των προσώπων της ασκητικής αυτής συνοδείας. Μετά τινα βήματα έστησαν επάνω τάφου, φέροντος εμπεπηγμένον ξύλινον μαύρον σταυρόν.

Επώλησες ό,τι είχαμεν, και αυτά τα ολίγα μου κοσμήματα, και αυτόν τον μικρόν σταυρόν της κόρης μας, διά να αγοράσης μετοχάς, διά να παίξης εις το χαρτοπαίγνιον, διότι τι άλλο τέλος πάντων είνε αυτό το εμπόριον παρά χαρτοπαίγνιον!