Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Μακρόθεν ηκολούθουν κ' εγώ, θελχθείς συμπαθώς υπό των προσώπων της ασκητικής αυτής συνοδείας. Μετά τινα βήματα έστησαν επάνω τάφου, φέροντος εμπεπηγμένον ξύλινον μαύρον σταυρόν.

— Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω, επανέλαβεν ο Ξυλοπόδαρος και κτυπήσας άλλην μίαν φοράν τον ξύλινον πόδα του έλαβε τα δύο ξύλινα ραβδία του, και τακ-τακ απήλθε να περιέλθη κατά την συνήθειάν του τας συνοικίας της πόλεως, ενώ τα ποικιλόχρωμα άνθη του κήπου διέχυνον το μεθυστικόν άρωμά των περί τον έκθαμβον απομείναντα υιόν του Γέρω-Λαχανά, και τα πτηνά εκελάδουν επί των δένδρων την αιωνίαν προς τον Πλάστην μελωδίαν των.

Ευτυχώς και τας τρεις φοράς ουδέν έπαθε το ξύλινον σώμα, εφ' ου εξεθύμαινε πάντοτε η παράδοξος ιδιοτροπία του καπετάν Κωνσταντή.

Αναζητούσιν οι παλαιότεροι εξ αυτών το απέναντι της Τραπέζηςήτο μία μόνη τότεευρύ ξύλινον παράπηγμα, όπερ έστεγε τα πανηγυρίζοντα πάσαν βασιλικήν εορτήν ευάριθμα ορειχάλκινα τηλεβόλα, και πού να τα εύρωσιν! Εξέλιπεν εκείνο, και τούτων απώλετο μετ' ήχου η μνήμη.

Όλος ο κόσμος κοιμάται τον γλυκύν της ευτυχίας ύπνον με τα δώρα του και με την χαράν του, ενώ ως εξαπτέρυγα καλλίμορφα Σεραφείμ, τα όνειρα του μέλλοντος ελαφρώς πτερυγίζουσι, βαυκαλίζοντα τον ύπνον τον γλυκύν της κοιμωμένης ευδαιμονίας, ήτις όσον πρόσκαιρος και αν είνε, όσον φθαρτή και αν πιστεύεται, όμως είνε τόσον ποθητή και αξιέραστος, ως να είνε παιδίον όλος ο κόσμος και δεν γνωρίζει, ότι το εκλεκτόν δώρον του, όπερ μετά τόσου κόπου εδιάλεξεν, είνε ξύλινον ιππάριον, ή εκ ψευδούς ελαστικού ψευδοκόρη, ήτις μετά τινας θωπείας θα θραυσθή και θα διαλυθή εις τα εξ ων συνετέθη . . .

Έμεινε και εκεί ακίνητος επί τινα λεπτά, μεθ' ό εξείλκυσε τον πασαλήν και εισαγαγών την αιχμήν μεταξύ της παραστάδος και του θυροφύλλου ήρχισε προσπαθών ν' αποσύρη τον ξύλινον μάνδαλον. Αι προσπάθειαί του διήρκεσαν κάμποσον, όχι τόσον διά την δυσκολίαν της επιχειρήσεως, όσον διά την εκ της μέθης αδεξιότητά του.

Ο Μανώλης, ιστάμενος παρά τον ξύλινον στύλον, όστις υπεβάσταζε την στέγην, την παρετήρει ως να την έβλεπε πρώτην φοράν η δε Πηγή τόσον είχε σαστίση, ώστε επηγαινοήρχετο ζητούσα διά την μέλλουσαν πενθεράν της καθέκλαν, ενώ ήσαν δύο προ αυτής. — Άδικο θάχε δα, Μανώλη, ο Στρατής αν ερχόνταν αυτή την ώρα; είπεν η Σαϊτονικολίνα. — Ας ερχόντανε, απήντησε με προκλητικόν πείσμα ο Μανώλης.

Όλ' αυτά τα διέκρινα αορίστως κάπως και όχι άνευ κόπου, διότι ενώ εκοιμώμην η θέσις του σώματός μου είχεν υποστή σπουδαίας μεταβολάς. Ήμην ξαπλωμένος ανάσκελα, καθ' όλον το μήκος του σώματός μου, επάνω εις ένα ξύλινον κουτί, πολύ χαμηλόν.

Αλλ' όταν ο παππούς, εντελώς πλέον καλά και ζεστά ενδυμένος, εσύναξε με την βοήθειαν της εγγονής του το βαμβάκι από το χωράφι, είχεν έλθη πλέον και ο καιρός να επιστρέψη η Φωτεινή εις τους γονείς της· λυπημένος τώρα ο παππούς εκάθητο εις μίαν γωνίαν της καλύβης κ' εκαθάριζε μ' ένα ξύλινον τροχόν το βαμβάκι από τους κόκκους του.

Και εξηγήσας εις τον Σπύρον όλα πάλιν εκ νέου, τακ-τακ, έλαβε πάλιν τον ξύλινον πόδα του και τα δύο ξύλινα ραβδία του και απήλθεν ειπών προς τον ανεψιόν του: — Πάρε τώρα μια ροκάνα και γύριζε.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν