Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025
Εις τούτο του έδωκε κατ' αρχάς αφορμήν να προσέξη ο πατέρας του, όστις μεταβάς κάποτε εις την μάνδραν ανεφώνησεν όταν τον είδε: — Μώρ' αυτό το κοπέλι εμεγάλωσε, αφτάρμιστά του! Εμεγάλωσε λέει; Τότε και ο Μανώλης ενθυμήθη ότι από τινος ηναγκάζετο να σκύφτη, όπως οι μεγάλοι βοσκοί, διά να μη κουτουλά εις το ξύλινον ανώφλιον του μιτάτου.
— Και γιατί μου τα λέγεις αυτά, μπάρμπα Σταυρή; Παρετήρησε πειραγμένος ολίγον ο Σπύρος. — Ο νοών νοείτω! απήντησεν ο Ξυλοπόδαρος κτυπήσας με κρότον εις την γην τον ξύλινον πόδα του.
Αλλ’ αντί τούτου εύρε μόνον ξύλινον αγαλμάτιον της Θεοτόκου, εναποτεθειμένον εις κοίλωμα δένδρου, από το οποίον έκαιε μία των θαυμασίων εκείνων λυχνιών, ων το έλαιον ουδέποτε εξηντλείτο κατά τους τότε αγιογράφους ή κατ' άλλους ανενεούτο καθ’ εκάστην από των αγγέλων. Προ του, αγάλματος τούτου καταπεσούσα η Ιωάννα ηυχήθη εις την Παρθένον, ζητούσα προστασίαν και οδηγόν, ίνα εξέλθη του λαβυρίνθου.
Και είτα λαβών το βαρύ ξύλινον κοντάριον απήλθεν εις τον ελαιώνα να ξεχιονίση, ως είπε, τα δένδρα. — Μας φθάνει αυτό, προσέθηκε, δεν θα ψωνίσω τίποτε άλλο. Επειδή δε και άλλοι τινές είχον διέλθει έξωθεν μεταβαίνοντες εις τα κτήματα, η Κρατήρα καθησύχασεν ειπούσα μόνον εις τον σύζυγόν της, «αν δεν μπορή να βγη από τα χιόνια», να γυρίση.
Η γραία, άφωνος πάντοτε, έβλεπεν ετενώς το φωτισμένον μέγαρόν της, παρακολουθούσα τας εν αυτώ κινουμένας σκιάς ανθρωπίνων φασμάτων, και ψιθυρίζουσα εν απορία: «ο Δεσπότης τάχα ήλθεν;» Αλλά ο γέρων πνευματικός, κατακόκκινος από την κούρασιν — τις οίδεν — εξηκολούθει, κινών την χείρα της και σείων όλον αυτής τον κορμόν, ως ξύλινον, επαναλαμβάνων πυκνώς: — Καλώς τα δέχθηκες, κυρά-Καπετάνισσα!
Όταν δε μίαν φοράν κάποιος Ρωμαίος, γέρων και σωματώδης, επεδείκνυε προς αυτόν την δεξιότητα του εις τους ξιφισμούς, κτυπών διά του ξίφους εις πάσσαλον, και τον ηρώτα πώς του εφαίνετο ως ξιφομάχος, Λαμπρός, του είπε, αν έχης ξύλινον ανταγωνιστήν.
Ο Μπάρμπα-Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος ερχόμενος και ακούσας, τας τελευταίας λέξεις του Σπύρου, επροχώρησε με τον ξύλινον πόδα του, τακ-τακ με την τριγωνικήν μεγάλην κεφαλήν του, σείων αυτήν δεξιά και αριστερά, με τα δύο ξύλινα ραβδία, τακ-τακ, και καθίσας πλησίον του Σπύρου, εθώπευσεν αυτόν πατρικώς εις τους ώμους και είπε: — Εγώ να σου το πω, Σπύρε μου, ποίος τον έκαμε τον άνθρωπον γυμνόν και πειναλέον.
Ήναπτε τα κανδήλια του αγίου, σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες, όλον το σαρανταήμερον. Ήναπτε κηράκια προ της εικόνος του αγίου, εις το ξύλινον μικρόν μανουάλιον. Ήναπτεν ανθρακιάν εντός θραυσμένης κεράμου, κ' εθυμίαζε τον μικρόν ναΐσκον, σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες.
— Πήγες καμμιά μέρα, να ιδής τι κάμνει εκείνος ο αδελφός σου; Ηρώτησε μετά τινας μήνας την Αρφανούλαν ο Μπάρμπα-Σταυρής, θυμωμένος διότι δεν εισηκούσθη. — Είχα καιρόν; . . . Απήντησεν η Αρφανούλα. Ο Μπάρμπα-Σταυρής όμως, τακ-τακ, με τον ξύλινον πόδα του και τα ξύλινα ραβδία του, τακ-τακ — περιερχόμενος όλας τας συνοικίας καθ' εκάστην, είχε καιρόν.
Και ιστάμενος εν θάμβει, την εθεώρουν, την εκαμάρωνα, με πόθου διψαλέα όμματα, λαμποκοπούσαν εις την εσπερινήν φωτοβολίαν, με μίαν κάτασπρην γραμμήν, μεταβλητήν· εκ βρόχου χιονώδους ταινίαν, περιθέουσαν την άκραν του υψηλού της παραπέτου, με το σπιράγιο της πρύμνης κατάλευκον, τετράγωνον βωμόν του θαλασσινού Θεού, με τον Ηρακλέα ξύλινον, επί της υψηλής, της αρρενωπής πρώρας της, πολιόν αργοναύτην, λευκανθέντα εις των κυμάτων την πυκνήν βροχήν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν