United States or Mali ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις την Άβυδον είχαν συναχθή πανταχόθεν οι εκ Κωνσταντινουπόλεως εξορισθέντες από τον Φωκάν. Εκεί ο μητροπολίτης της Κυζίκου Στέφανος επρόσφερεν εις τον Ηράκλειον στέμμα, το οποίον ετηρείτο εις Αρτάκην, εις τον ναόν της Θεοτόκου, αναγνωρίζων τρόπον τινά αυτόν από τούδε βασιλέα.

Αλλ' επειδή το αυτό επανελήφθη και τρίτην φοράν, τότε ως εξ' εμπνεύσεως της Θεοτόκου έκτισαν οι Πατέρες το ολόχρυσον αυτό Παρεκκλήσιον αμέσως μετά την είσοδον της Μονής κατέναντι της Μεγάλης Πόρτας και ενεθρόνισαν αυτήν εν αυτώ, ήτις έκτοτε παραμένει εκεί φρουρός και φύλαξ και μυστηριώδης της παμμεγίστης αυτής Μονής πορτάρισσα.

Αι άλλαι έβλεπον τον πρεσβύτην καταγινόμενον ν' ανοίξη το δοχείον. — Εδώ σας λέγω είνε η τύχη σας, επανελάμβανεν ο γέρων. Οποιανού είνε, εδώ είνε η μοίρα σας. — Παληό πράμμα! εθαύμαζεν η Γερακούλα. Τώρα δεν φκιάνουν τέτοια γερά! Κύττα χόνδρος! Κύττα σκαλίσματα εύμορφα! Το επικάλυμμα έφερεν ανάγλυπτον τον Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου.

Η βασιλίς των πόλεων, η πόλις της Θεοτόκου, η λατρευτή Κωνσταντινούπολις, έμελλε να πέση εις τας χείρας των αλλοπίστων. Προσκυνήσατε πάντες οι Έλληνες την ανάμνησιν ταύτην, ενόσω αύτη δεν εξηλείφθη ακόμη. Διότι είνε ανάμνησις μόνον και ουχί πλέον ελπίς. Δεν ενθυμούμαι τίνος λαού παροιμία λέγει: «Η ελπίς ήτο καλή, αλλ' ο όνος την έφαγεν». Αγνοώ ποίος όνος έφαγε την ελπίδα των Ελλήνων.

Κατόπιν δε έμελλαν ν' αποσταλούν εις την Ιερουσαλήμ διά να κατατεθούν όχι εις τον μη υπάρχοντα πλέον ναόν του Σολομώντος, αλλά εις τον παρά τα θεμέλιά του ανεγερθέντα υπό του Ιουστινιανού νέον χριστιανικόν ναόν της Θεοτόκου, τα μέχρι σήμερον Άγια των Αγίων, και ως μωαμεθανικόν έτι τέμενος, καλούμενα.

Αλλ’ αντί τούτου εύρε μόνον ξύλινον αγαλμάτιον της Θεοτόκου, εναποτεθειμένον εις κοίλωμα δένδρου, από το οποίον έκαιε μία των θαυμασίων εκείνων λυχνιών, ων το έλαιον ουδέποτε εξηντλείτο κατά τους τότε αγιογράφους ή κατ' άλλους ανενεούτο καθ’ εκάστην από των αγγέλων. Προ του, αγάλματος τούτου καταπεσούσα η Ιωάννα ηυχήθη εις την Παρθένον, ζητούσα προστασίαν και οδηγόν, ίνα εξέλθη του λαβυρίνθου.

Ήτο ανάστασις, Ανάστασις! Το πρόσωπον του Δεσπότου Χριστού έλαμπε με άγιον φως, δεξιά της ιεράς πύλης. Η μορφή της Δεσποίνης Θεοτόκου ήστραπτεν εξ αφάτου χαράς αριστερόθεν, κρατούσης το θείον βρέφος της.

Αφ' ότου ο Αγάλλος είχε πωλήσει την πατρικήν εν τη πολίχνη οικίαν του, και κατώκει έκτοτε διαρκώς εις τον νερόμυλον, άπαξ μόνον του έτους ελειτουργούντο, και τούτο κατά την 23 Αυγούστου, ότε ο ναΐσκος της Κεχρεάς εώρταζε τα εννηάμερα, ήτοι την μετάστασιν της Θεοτόκου.

Το όνειρόν της εκείνο, το προ μικρού, ήρχετο πάλιν μειδιών προ της φαντασίας της, και το μειδίαμά του δεν ήτο πλέον πλάνη ουδέ γοητεία. Ηδύνατο τόρα να στείλη εις το σχολείον τον Νικολή της, . . . . ηδύνατο να κάμη το τάμμα της εις την Ευαγγελίστραν. Εκεί σιμά της έκαιε μικρόν κανδήλιον προ μικρού εικονίσματος της Θεοτόκου. Ενώπιον της εικόνος αυτής ευρέθη αυτομάτως γονυπετής η κυρά Δημήτραινα.

Οκτώ όλα έτη επλανήθη ο πατήρ της Ιωάννας από τα δένδρα της Βεσταλίας, βαπτίζων, διδάσκων, εξομολογών και θάπτων. Πολυπαθέστερος δε γενόμενος και αυτού του αποστόλου Παύλου πολλάκις ερραβδίσθη, δεκάκις ελιθάσθη, πεντάκις ερρίφθη εις τον Ρήνον και δις εις τον Άλβιν, τετράκις εκάη, τρις εκρεμάσθη και μεθ' όλα ταύτα επέζησε τη βοήθεια της Θεοτόκου. Τον δε υποπτευόμενον ότι απίθανα λέγω, παραπέμπω εις της εποχής εκείνης τα Συναξάρια, ίνα μάθη τίνι τρόπω η ξ α ν θ ή