United States or New Caledonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ύπαγε απ' εμού, ω τολμηρέ νέε, επειδή δεν στοχάζεσαι τα αποτελέσματα της ζητήσεώς σου· έξω που εμβαίνεις εις κίνδυνον να χάσης το λογικόν σου· μα είνε που βάνεις εις κίνδυνον την ζωήν σου, και την εδικήν μου· ύπαγε το λοιπόν, και μην ελπίζης ότι εγώ θα κάμω ένα παρόμοιον πράγμα, μακάρι να ήξευρα πως θα με κάμης ολόχρυσον.

Λοιπόν να φαντασθής την ρητορικήν ότι κάθηται επί υψηλού μέρους και ότι είνε ωραιοτάτη και σεμνή• και εις μεν την δεξιάν κρατεί το κέρας της Αμαλθείας υπερπλήρες από παντοίους καρπούς, εις δε τα αριστερά της να φαντασθής τον Πλούτον παριστάμενον ολόχρυσον και αξιέραστον.

Και ιδού έφθασεν η Μεδινά. Τότε ο βασιλεύς επλάγιασεν εις το βασιλικόν ολόχρυσον κρεββάτι με την Χαλιμάν και η Μεδινά εις άλλο ετοιμασμένον δι' αυτήν.

Εμβαίνοντας μέσα εις την πόρταν ηύρα μίαν σκάλαν από μάρμαρον μαύρον, εις την οποίαν ανεβαίνοντας εμβαίνω εις μίαν μεγάλην σάλαν στολισμένην με πεύκια και μαξιλάρες ολόχρυσες· από εκεί απέρασα εις ένα χοντζερέ πολλά ωραιότατον, και εις αυτόν βλέπω μίαν ωραιοτάτην κυρίαν εξαπλωμένην επάνω εις ένα ολόχρυσον κρεβάτι ακουμπισμένον το κεφάλι της εις ένα κεντημένον προσκέφαλον, ενδυμένην με πλούσια φορέματα, και εις αυτήν δίπλα ευρίσκονταν μία ταύλα από μάρμαρον δίασπρον.

Είχε και ωραία προμάνικα ανασηκωμένα εκ βαρυτίμου ρωσσικού χρυσοϋφάντου. Και το ποδογύρι ολόχρυσον τρεις σπιθαμαίς πλατύ. Η πενθερά της, μόλις είχε πεισθή την τελευταίαν ώραν να δώση την ευχήν της, σκληρυνομένη έως τότε, λέγουσα ότι επόνεσε την άλλην, ότι την λυπείται, ως ορφανήν.

Και να ιδώ βρε την τύχην σου, να ιδώ το ριζικό σου. Σ' αυτά τα πράγματα καλά ήτανε ν' ακούς τον πατέρα σου.. . . Δυο μήνας μόνον διήρκεσε, φευ! η χαρά της κοντούλας νειόνυμφης, της ωραίας Ξενιώς. Δυο μήνας μόνον μετά τον γάμον της. Ούτε η ιδία δεν εκαμάρωσε τον εαυτόν της νύμφην κάτασπρην, νύμφην ολόχρυσον, κοντούλαν νύμφην. Ο καπετάν-Μοναχάκης απέπλευσε με την σκούναν του και ούτε ηκούσθη πλέον.

Το δε ποδογύρι του φουστανιού, ολόχρυσον, τρεις σπιθαμάς παρά δύο δάκτυλα πλατύ, με αδράς εκ χρυσού κλάρας και με άνθη, το έκαμεν επιτραχήλιον, διά να το φορή ο λειτουργός τας καλάς ημέρας. Την δε χρυσήν ζώνην με τα αργυρά τορνευτά και αμυγδαλωτά τσαπράκια, την έκαμε περιζώνιον, διά να το ζώνεται ο ιεροφάντης περί την οσφύν του.

Η καπετάνισσα, ωραία μελαγχροινή, μικρόσωμος, φορέσασα, ως νέα ακόμη, διά την περίστασιν πλήρη την νυμφικήν στολήν της, με το λευκόν αναφές και αιθερόπλαστον αλέμι, την χρυσοκέντητον σκούφιαν, εικονίζουσαν γάστραν με άνθη και κλώνας, το βελούδινον βαβουκλί με τα χρυσοΰφαντα προμάνικα ανασηκωμένα, την βυσσινόχρουν ολομέταξον και χρυσοκέντητον τραχηλιάν, την ζώνην με τ' αργυρά και μαλαμοκαπνισμένα τσαπράκια, το φουστάνι το χαρένιο με το ολόχρυσον ποδογύρι, τρεις σπιθαμαίς πλατύ, κρατούσα μέγαν επάργυρον δίσκον διά της αριστεράς, περιήλθεν ολόγυρα το πλοίον και έρρανε διά της δεξιάς, με κοφέτα και με ορύζιον, την πρώραν, την πρύμνην, την τρόπιν και τας πλευράς του σκάφους.

Και δίπλα εκεί να ιδής, καλέ μου φίλε, καπετάνιε μου, επάνω εις ένα καναπέ ολόχρυσον ωσάν εις ένα θρόνον τον Άγιον Βασιλέα, οπού κοιμάται, και με τους ανασσασμούς του κονταναιβαίνει το στήθος του, σαν όταν κοιμάται ένας ζωντανός. Φορεί το στέμμα και κρατεί το σκήπτρον του ωχρός σαν πεθαμένος, πλην μαλακά τα μέλη του σαν ζωντανός . . .

Και λοιπόν, αφού εγώ παραδεχθώ ότι είναι καλός τεχνίτης ο Φειδίας, εκείνος κατόπιν θα μου ειπή· Και νομίζεις ότι αυτό το ωραίον, το οποίον λέγεις συ, δεν το εγνώριζε ο Φειδίας; Και εγώ θα του ειπώ· Διατί κυρίως με ερωτάς αυτό; Διότι, θα μου ειπή, τους οφθαλμούς της Αθηνάς δεν τους κατεσκεύασε χρυσούς, ούτε το άλλο πρόσωπόν της ούτε τους πόδας της ούτε τας χείρας της, αφού, εάν ήτο ολόχρυσον, θα εφαίνετο ωραιότατον, αλλά από ελεφαντόδοντον.