United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πολύ άσχημα, απεκρίθη η βασιλοπούλα. Δεν έκλεισα μάτι όλην την νύκτα. Δεν ηξεύρω τι είχε το κρεβάτι μου. Όπως και αν εγύριζα εις το στρώμα, μου έμβαινεν εις το σώμα μου ένας σκληρός βώλος. Είμαι όλη μελανή ακόμη! — Αμέσως τότε εκατάλαβαν ότι ήτο τω όντι αληθινή βασιλοπούλα, αφού μέσα από είκοσι στρώματα και είκοσι παπλώματα την επόνεσε το ρεβίθι.

Ή μήπως της επόνεσε κ' εκείνης το δόντι γι' αυτόν και ηθέλησε να της τον πάρη;. . . Ω, τρομάρα της· το ψάρι θα της ψήσητα χείλη!. . . Κ' εκείνον τον Γιάννο τον αχάριστον, εις τον οποίον επρόσφερε τον παράδεισον και αυτός τον ηρνήθη, θα τον κάμη να το μετανοήση πικρά· θα υποκύψη εις τας επιθυμίας της για το πείσμα, για να σκάση ο διάβολος κ' έπειτα ξεύρει τι θα του κάμη!. . .

Μα σα Γιάννης, δίχως γνώση, Τον επόνεσε η καρδιά Και του κόλλησε μεράκι Για την κόρη του παππά! Τάκουσαν μικροί, μεγάλοι Και γελούσαν Ωχ! Ωχ! Ω! Παλαμίδα σου μυρίζει Ν τ ε ϊ μ ε ν τ έ να φας κολοιό ΄ Στον παππά πηγαίνει ο Γιάννης Μια και δυο και του μιλεί. Και την Ελενιώ γυρεύει Και το χέρι του φιλεί.

Τότε, επειδή ήτον φόβος να τρελλαθή ή να χτικιάση το παιδί μου, απ' το κακό του, τον έταξα στην Παναγιά την Κοννίστρα, μεγάλ' η χάρη της, για να τον γλυτώση απ' την τρέλλα κι' απ' την αρρώστια . . . Του κόστισε πολύ, επόνεσε, έχασε την όρεξί του, κιτρίνισε σαν το κερί, έλυωσε στον απάν' κόσμο . . . Ως τόσο, η Παναγία έδειξε το θάμμα της, και το παιδί δεν ετρελλάθη ούτε χτίκιασε . . . 'Σ ολίγον καιρό, ήρθε στον εαυτό του.

Τον επόνεσε η καρδιά μου. Δεν μπόρεσα να του πω τίποτε·Τακούω να λες! ξαναείπε μ' έναν αναστεναγμό. Ο φονιάς, με τα γλυκά γαλανά μάτια, με κύτταξε κάμποση ώρα κατάματα και ξανάρχισε, τινάζοντας το τσιμπούκι του στο χώμα. Τώρα τα λόγια του ήτανε πιο ζωηρά και το πρόσωπό του κατακόκκινο: — Θέλεις τώρα να μάθης πώς έγινε το ξαφνικό; Βέβαια, δεν το χωράει ο νους σου.

Είχε και ωραία προμάνικα ανασηκωμένα εκ βαρυτίμου ρωσσικού χρυσοϋφάντου. Και το ποδογύρι ολόχρυσον τρεις σπιθαμαίς πλατύ. Η πενθερά της, μόλις είχε πεισθή την τελευταίαν ώραν να δώση την ευχήν της, σκληρυνομένη έως τότε, λέγουσα ότι επόνεσε την άλλην, ότι την λυπείται, ως ορφανήν.