United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η ψυχή μου είναι μπροστά στο Θεό, όχι μπροστά σε κάποιον αμαρτωλό σαν κι εσέναΕκείνος χαμήλωσε το κεφάλι. «Άκου», ξανάρχισε, «χρειάζομαι ρούχα και χρήματα. Πρέπει να με βοηθήσεις, Καλίνα. Εάν θέλεις, μπορείς να το κάνεις.

Τα μάτια της όμως πέσανε απάνω στο μελαχροινό. Τα κατάμαυρα μαλλιά και γένεια, τα μάτια του μαύρα σαν την πίσσα, σαν ένα πένθος χυμένο απάνω στο χλωμό πρόσωπο, τράβηξαν τη θλιμμένη ψυχή της, σαν να ταίριαζαν με τον πόνο της. Χαμογέλασε κ' έσκυψε πάλι απάνω στο μάτσο με τους μενεξέδες, και ξανάρχισε με τα λουλούδια την ομιλία που είχε διακόψει.

Ο τρελλός γύρισε τότε κατά τους βαρώνους, και τους έσπρωξε προς την πόρτα φωνάζοντας: «Τρελλοί, όξω από δω. Αφήστε με να κουβεντιάσω με τη Βασίλισσα. Ήρθα δω μέσα γιατί την αγαπάω». Ο Βασιλείς εγέλασε. Κοκκίνησε η Ιζόλδη. «Μεγαλειότατε, διώχτε αυτόν τον τρελλό». Μα ο τρελλός ξανάρχισε με την αλλόκοτη φωνή του

Λένε, μα το Θεό, πως και το μάλαγμά της μοναχά γιαίνει αρρώστιες και δείχνει θάμματα. — Ο Σουλτάν Μουχαμέτης, ο Ασβιούκ, όπως τον έλεγαν, ξανάρχισε ο Γεροκαλαμένιος, που τον πολεμούσε, ακούγοντας πολλά για το σπαθί του, έστειλε σ' αυτόν άνθρωπό του και του το γύρεψε να το ιδή από περιέργια.

Κι έπειτα ξέρεις: έχουμε ζήσει μέχρι τώρα, καλά δεν ήμασταν μέχρι τώρα; Τι μας έλειψε; Και θα συνεχίσουμε με τη βοήθεια του Θεού. Δε θα μας λείψει το ψωμί. Το σπίτι του Πρέντου είναι γεμάτο πράγματα που ούτε να τα φυλάξω δε θα μπορούσα.» Ο Έφις σκεφτόταν απογοητευμένος. Τι να κάνει, εάν δεν καταφύγει στο ψέμα; Ξανάρχισε να ψηλαφίζει το ρούχο. «Πρέπει όμως να σας πω κάτι σοβαρό, ντόνα Νοέμι.

Όταν όμως τη χρονιά εκείνη ο Χοσρόης συναγροικήθηκε με τους Γότθους της Ιταλίας και ξανάρχισε πόλεμο, παρουσιάζουνται άξαφνα αρίθμητοι Ούνοι από το Δούναβη. Περνούν τον ποταμό και ροβολούνε κατά τη Θράκη. Λείποντας ο στρατός στους περσικούς πολέμους, βρέθηκε τότες η Θράκη ολότελα αδιαφέντευτη, και κατέβηκαν οι Ούνοι ως της Πόλης τα ξώχωρα.

Όλα τα περίμενα απ' τον κόσμο και τίποτε δε με ξάφνιζε. Μα είνε και μερικά πράμματα που δεν τα περιμένεις. Κοντοστάθηκε μια στιγμή, γέμισε το τσιμπούκι του και ξανάρχισε: — Καλωσύνες! Καλωσύνες! Ανάθεμα την καλωσύνη. Με τα γεράματα παραξένεψα κι' όλα. Η καλωσύνη μου καθότανε σα βραχνάς στα στήθια. Νύχτες ολάκερες δεν μπορούσα να κοιμηθώ.

Ο ώμος του Τζατσίντο έτρεμε με σπασμούς, εκείνος όμως τον ανασήκωσε και τον τίναξε, σαν να ήθελε να απελευθερωθεί από το τρέμουλο και ξανάρχισε με πιο σκληρή φωνή: «Ναι, εγώ ήμουν εκείνος, το κατάλαβες. Πήγα στο σπίτι του λιμενάρχη. Δεν ήταν εκεί, αλλά η υπηρέτρια, ένα χλωμό κορίτσι που μιλούσε χαμηλόφωνα, μ’ έβαλε νε περιμένω στον προθάλαμο.

Και ο Τζατσίντο, με αφηρημένο βλέμμα, ξανάρχισε τις ιστορίες για τα μυθικά πλούτη των Στεριανών Κυρίων, για τις κακές τους συνήθειες και τη διαφθορά τους. «Και αυτοί είναι άνθρωποι ευχαριστημένοιρώτησε ο Έφις, σχεδόν θυμωμένα. «Κι εμείς είμαστε άνθρωποι ευχαριστημένοι;» «Εγώ ναι, κύριε μου! Πιείτε, πιείτε και κάντε κουράγιο

Ο Τζατσίντο δεν απάντησε, αλλά του άρπαξε δυνατά το μπράτσο λες και ήθελε να του το τσακίσει, έπειτα το άφησε. Ο Έφις τον άκουσε να λαχανιάζει ελαφρά, σαν να τον έπιασε ταραχή, και ο ίδιος με τη σειρά του, την ώρα που του έσφιγγε το μπράτσο και έκαιγε από το σφίξιμο, ανάσαινε με αγωνία. «Ναι, εσύ φταις, εσύ φταις», ξανάρχισε σχεδόν επιθετικά. «Δεν το ήξερες; Τόσο το καλύτερο!