Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Και ο Έφις ξανάρχισε να κλαίει. Δεν ήξερε το γιατί, αλλά έκλαιγε. Του φαινόταν πως ήταν μόνος στον κόσμο, με σύντροφο το αηδόνι. Ένιωθε ακόμη τα κέρματα των νεαρών από το Νούορο να του χτυπούν το στήθος και ανασκιρτούσε ολόκληρος σαν να τον λιθοβολούσαν∙ ήταν όμως μια ανατριχίλα χαράς, ήταν η ηδονή του μαρτυρίου.

Κάμνει ταδύνατα δυνατά ο Αντρόνικος να μαλακώση το Δεσπότη, και το καταφέρνει. Σαν ξανάρχισε όμως πάλε, δε γελάστηκε πια ο Συνέσιος, μόνο τον ξαναφορίζει, και τέτοια μέτρα έλαβε που κ' η Αυλή ακόμα τον ξέκαμε τον Αντρόνικο. Είχε, καθώς είδαμε, η Κυρηναϊκή κι άλλο μεγάλο κακό, τους βαρβάρους που πλάκωναν και τη ρήμαζαν κάθε λίγο.

Με τόνα πόδι απάνω στ' άλλο, σκυμμένος, με τ' αυτί κολλημένο προς το μπουζούκι του, κούρδιζε τα τέλια του με τη μικρή πέννα σιγά, σιγά, ως ότου να το βάλη στο ζένι. Παιδεύτηκε πολύ πάρα πολύ, που οι άλλοι κουράστηκαν. — Την άτιμη τη μπουργάνα πέφτει ολοένα, έκαμε εκείνος, και σταμάτησε. Ρούφηξε λίγο κρασί, τράβηξε το τσιγάρο του, και ξανάρχισε το κούρτισμα. Παιδεύτηκε και βρήκε τέλος το ζένι.

— Ο Σουλτάν Μουχαμέτης, ο Ασβιούκ όπως τον έλεγαν, ξανάρχισε ο Γεροκαλαμένιος, που τον πολεμούσε, ακούγοντας πολλά για το σπαθί του, έστειλε σ' αυτόν άνθρωπό του και του το γύρεψε να το ιδή από περιέργια. Ο Σκεντέρμπεης το 'στειλε μετά χαράς, κι ο Σουλτάνος επρόσταξε τους πλέον αντρειωμένους του να το δοκιμάσουν. Μα πού να κάνη όσα έκανε το σπαθί 'ςτά χέρια του αφεντικού του.

Συλλογίστηκε λιγάκι κ' ύστερα ξανάρχισε: — Τι ελέγαμε; Για τις καλωσύνες. Καλωσύνες, π' ανάθεμά τες. Καλωσύνες. Μια γενιά καλωσύνες, μια γενιά φαρμάκια. Ήρθε ο πατέρας μου, θεός σχωρέσ' τον. Ένα ορφανό έρημο, παραπεταμένο, κλωτσημένο απ' τον κόσμο, απ' τον κόσμο πούφαγε ψωμί στο πατρικό του. Μοναχός του έγινε άνθρωπος. Με τα χέρια του, με τον ιδρώτα του, με τη δουλειά του.

Και ένοιωθε έναν αδιόρατο φόβο να στρέψει, να κοιτάξει εκείνη την αντρική φιγούρα που ήταν κάπως παράξενη, πράσινη και κίτρινη, ακίνητη πάνω στον πάγκο απ’ όπου λες και δεν θα ξανασηκωνόταν πια. Εκείνος όμως ξανάρχισε να μιλά για το ταξίδι, για το μοναχικό δρόμο και ρώτησε πόση ώρα χρειάζεται για να φτάσει στο Νούορο.

Ο άντρας έβγαλε το σκούφο. «Μπαρμπα-Έφις!», φώναξε το αγόρι και ξανάρχισε να παίζει, μιλώντας και γελώντας ταυτόχρονα. «Μα εσείς δεν πεθάνατε; Κάποιοι έλεγαν πως πήγατε στην Αμερική και γίνατε πλούσιος και πως στέλνατε πολλά λεφτά στις κυράδες σας. Τώρα ο φύλακας εδώ είμαι εγώ. Εάν θέλω να σας διώξω σαν κλέφτη, μπορώ να το κάνω. Δε θα το κάνω όμως. Θέλετε σταφύλια; Πάρτε.

Η Νοέμι ξανάρχισε να ειρωνεύεται, αλλά η ντόνα Έστερ ακούμπησε το χέρι της στο χέρι εκείνης και είπε με ήπιο τόνο. «Του δίνει λεφτά η Καλίνα. Νομίζαμε ότι το ξέρεις, Έφις! Παίρνει από την Καλίνα με τόκο και ο Πρέντου του υπόγραψε κάποιες συναλλαγματικές, επειδή ελπίζει έτσι να μας πάρει το κτηματάκι. ΚαταλαβαίνειςΚαταλάβαινε.

Τον επόνεσε η καρδιά μου. Δεν μπόρεσα να του πω τίποτε·Τακούω να λες! ξαναείπε μ' έναν αναστεναγμό. Ο φονιάς, με τα γλυκά γαλανά μάτια, με κύτταξε κάμποση ώρα κατάματα και ξανάρχισε, τινάζοντας το τσιμπούκι του στο χώμα. Τώρα τα λόγια του ήτανε πιο ζωηρά και το πρόσωπό του κατακόκκινο: — Θέλεις τώρα να μάθης πώς έγινε το ξαφνικό; Βέβαια, δεν το χωράει ο νους σου.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν