United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα τι σημαίνει; Όσοι συνηθίζουν να στοχάζονται βαθύτερα, δεν μπορούν, παρά να βρουν πλούτο αμύθητο στο ποίημά σας και δύναμη περίσσια. Αυτωνών μιλά το ποίημα με χίλιες μύριες φωνές, και μετά το διάβασμα βγαίνουν, σαν από λουτρό, καθαρότεροι, πιο ελεύθεροι, πιο έτοιμοι για μια νέα ζωή.

Έτσι σα φόρεσε όλα της στο σώμα τα στολίδια, βγαίνει να σύρει, κ' έπειτα την Αφροδίτη κράζει χώρια απ' τους άλλους τους θεούς και της μιλά 'να λόγο «Μια χάρη, φως μου, σου ζητώ, και πες μου, θαν την κάνεις, 190 ή μήπως τάχα θ' αρνηθείς κι' έχει η καρδιά σου κάκια που εγώ βοηθάω τους Αχαιούς κι' εσύ βοηθάς τους Τρώες

Στη γλυκεία φωνή που ακούω να σπαρταρά, Χριστέ μου, κάνε με σκληρός να μείνω, αλόγιστος σαν το κοντάρι εκείνο, που σ' άνοιξε τη θεϊκή σου την πλευρά. Η ΜΑΝΝΑ. Δήτε τον. Όλο και τον ουρανό κυττάζει. Στα σωθικά μου η λαλιά του λες μολύβι αναμμένο στάζει. Πήτε μου, είπε τίποτε; Μαννάδες, βαστάτε με και μώρχονται ζαλάδες. Ο κόσμος γύρω μου σαν να χαλνά. ΜΑΝΝΑ. Για μια γυναίκα φαίνεται μιλά.

ΑΡΓΓΑΝ Μίλα σιγά, συχαμένη! Μου τράνταξες το μυαλό Δε συλλογίζεσαι πως δεν πρέπει να μιλή κανείς δυνατά στους αρρώστους; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ήθελα να σας πω, κύριε . . . ΑΡΓΓΑΝ Μίλα σιγά, σου είπα. ΑΡΓΓΑΝ Τι μου λες; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Λέω πως κάποιος θέλει να σας μιλήση. ΑΡΓΓΑΝ Ας έρθη. ΚΛΕΑΝΘΗΣ Κύριε . . . ΚΛΕΑΝΘΗΣ Είμαι κατενθουσιασμένος, κύριε, που σας βρίσκω όρθιο, και που βλέπω πως είστε καλύτερα.

Μου φερνότανε, όπως δε μου φέρθηκε ποτέ από την ημέρα, που βάλαμε το Σβεν ναναπαυτή. Είταν ακόμα αδύνατη και δεν μπορούσε να μιλά πολύ. Μπορούσε όμως νακούη ό,τι της έλεγα. Ήξερε πως ήρθε η άνοιξη και χαιρότανε για τανοιξιάτικα άνθη, που είτανε στο τραπέζι της. — Τι ευτυχισμένοι που σταθήκαμε, Γιώργο, είπε. Τι ευτυχισμένοι που σταθήκαμε. Πρόφερε τα λόγια αυτά με τον τόνο του πιο μεγάλου πόνου.

Το χέρι της με σέβας εκεί της πιάνει, και της λέει διο αγαπημένα λόγια. «Τί, Θέτη ακριβοθώρητη, σε φέρνει στο πυργί μας, θεά μου σεβαστή; Τι δα συχνά δε μας θυμάσαι. 425 Μίλα τι ορίζεις· θα γενεί — σ' το τάζωότι διατάξεις, αν είναι μπορετή η δουλιά κι' αν μου περνά απ' το χέρι

Λοιπόν η γλώσσα αυτή φέρνει και τη χ ι λ ι ο μ ε τ ρ ί τ ι δ α, δηλαδή το να μιλά κανείς και να γράφει χιλιόμετρα.

Ο ένας ήταν ακόμη νέος, ψηλός και σκυφτός, με πρόσωπο ωχρό και αποστεωμένο, λες και είχε απομείνει μόνο το δέρμα επάνω στα κόκαλα, με τα μαυρισμένα του βλέφαρα χαμηλωμένα, ζητιάνευε, ζητιάνευε κουνώντας μόλις τα μελαγχολικά του χείλη που σκέπαζαν τα μεγάλα προεξέχοντα δόντια του. Έμοιαζε να κοιμάται και να μιλά στον ύπνο του, αδιάφορος για τον εξωτερικό κόσμο.

Η οργή του Έφις τάραξε την ηρεμία του τόπου. «Πες μου αμέσως πώς πάνε τα πράγματα με τον ντον Τζατσίντο.» Η τοκογλύφος ανασήκωσε τα άτριχα φρύδια της και τον κοίταξε ήρεμα. «Εκείνος σε στέλνει;» «Ο δήμιος που θα σε κρεμάσει με στέλνει! Μίλα, και γρήγορα μάλιστα

Όμως δεν πήγες και γυρίζοντας στους μαθητές σου, φώναξες, μάννα και πατέρα σου και αδερφός είν' όποιος εκτελεί της εντολές σου! Ο πόνος μου πρέπει να μένη μέσα μου κρυφός. Η ΜΑΝΝΑ. Τι λέει; Δε μιλά σε μένα. . . ωιμένα! Μα δεν σας τώλεγα ότι μου τώχουν ποτισμένο κάποιο φίλτρο μαγεμένο;