United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Έφις προσπάθησε να του το πάρει. Παρακαλούσε, λες και ζητιάνευε. «Τζατσίντο, δώστο μου. Θα το επιστρέψω εγώ, θα το ξαναβάλω στο ντουλάπι. Εγώ θα μιλήσω μαζί τους, θα τις ηρεμήσω. Εσύ περίμενέ με εδώ, αλλά δώσε μου το γράμμα.» Ο Τζατσίντο τον κοίταξε. Ο ώμος του έτρεμε, αλλά τα μάτια του ήταν ψυχρά, σχεδόν άσπλαχνα.

Ο ένας ήταν ακόμη νέος, ψηλός και σκυφτός, με πρόσωπο ωχρό και αποστεωμένο, λες και είχε απομείνει μόνο το δέρμα επάνω στα κόκαλα, με τα μαυρισμένα του βλέφαρα χαμηλωμένα, ζητιάνευε, ζητιάνευε κουνώντας μόλις τα μελαγχολικά του χείλη που σκέπαζαν τα μεγάλα προεξέχοντα δόντια του. Έμοιαζε να κοιμάται και να μιλά στον ύπνο του, αδιάφορος για τον εξωτερικό κόσμο.

Σα βάνης την αρματωσιά και τη βαρειά φλοκάτα, να μην ξεχνάς της μάννας σου την τρύπια τη σεγκούνα. — Όχι, μάννα μ'! .. , όχι, μάννα μ'! ... Ανήσυχα η Μητροκούλενα ζητούσε την αλησμονιά κ' η κόρη πρόθυμα την υποσχότανε. Η μια την ήθελε ακοίμητη, νευρική· η άλλη την έδινε απεριόριστη, αποκλειστική, αιώνια. Η μια ζητιάνευε κ' η άλλη σπαταλούσε.