United States or Peru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ώρμησαν με τα κοντάρια χαμηλωμένα και χτυπήθηκαν. Ο βαρώνος της Νάντης έσπασε το δικό του χωρίς να κλονίση τον Καερδέν που μ' ένα πειο σίγουρο χτύπημα παραμέρισε την ασπίδα του αντιπάλου και του βύθισε το μαυρειδερό σίδερο στο πλευρό, ως τη λαβή. Αναποδογυρισμένος από τη σέλλα ο ιππότης ξεφεύγει από της σκάλες και πέφτει.

Ο Έφις απαντούσε με χαμηλωμένα τα μάτια στις ερωτήσεις τους και έπαιρνε με λύπη την ελεημοσύνη.

Και δεν είπε τίποτε άλλο μέχρι να έρθουν οι αδελφές της, η ντόνα Έστερ με το δάχτυλο έξω από τον κόμπο που έκανε το σάλι, η Νοέμι χλωμή και σιωπηλή με τα μενεξεδιά της βλέφαρα χαμηλωμένα. Ο Έφις δεν είχε το θάρρος να τις κοιτάξει.

Ο Δούκας Χοέλ και ο Καερδέν παρέταξαν αμέσως τα πρώτα τμήματα των ιπποτών, μπρος στης πόρτες των τειχών. Άμα έφθασαν σε απόστασι τόξου, σταμάτησαν τάλογα, με τα κοντάρια χαμηλωμένα, ενώ σαν βροχή του Απρίλη έπεφταν απάνω τους τα βέλη. Ο Τριστάνος ωπλιζότανε κι' αυτός με κείνους που τελευταία είχε ξυπνήσει ο φρουρός.

Ο Θεός να μας τον πολυχρονίζη, κοίταξε πώς έρχεται με τα χαμηλωμένα τα μάτια. Πάμε, καημένη, μαζί του και μεις να πούμε δυο λόγια της καλής μας αρχόντισσας. Είμουνα η πρώτη που πήγα στο γάμο της κόρης της, πρώτη θα πάγω και στη μεγάλη αυτή τη θλίψη της. Συνέσ. Καλημέρα, χριστιανές μου. Τι πάθετε, χριστιανές μου; Να μην ήρθε ο Χάρος στο σπιτικό σας; Περμ.

Συγκινημένος κι ο Κωσταντίνος, που πρώτη φορά αφότου χριστιάνεψε αντάμωνε τόσους αρχηγούς της αγαπημένης του θρησκείας, προχωρούσε τρέμοντας και με μάτια χαμηλωμένα. Και σα ζύγωσε το θρόνο κοντοστάθηκε, σα να πρόσμενε από τους Πατέρες άδεια να καθίση. Του κάμνουν αμέσως γνέψιμο να καθίση, έπειτα κάθισαν κι οι Πατέρες, που καθώς είδαμε πρωτόθεσαν τότες της Ορθοδοξίας τα θεμέλια.

Ο Στάθης ήρχισεν άλλην ομιλίαν, ωμίλει διά τα καθέκαστα του γάμου, διά τους καλεσμένους, οι οποίοι ήσαν τόσον πολλοί, ώστε δεν θα τους εχώρει το σπίτι . . . Είνε τω όντι φαντασμένος αυτός ο γαμβρός. — Μην το λες, και κακιών' η αδερφή μας, είπε μειδιών ο Θανάσης. — Εμένα μ' έχεις αδερφό, είπεν ο Στάθης· τον Γρηγόρη δεν τον έχεις ακόμα τίποτε. Η Αφέντρα είχε χαμηλωμένα τα όμματα κ' εσιώπα.

ΑΜΛΕΤΟΣ Κύριέ μου, ποσώς· πολύτον ήλιον είμαι . ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Γλυκέ μου Αμλέτε, αυτό ρίξε το μαύρο χρώμα , και φίλου στρέψε βλέμμα προς τον βασιλέα. Μη πάντοτε με βλέφαρα χαμηλωμένα ζητής τον ευγενή πατέρα σου εις το χώμα. Κοινό το πράγμα· ό,τι ζη θε ν' αποθάνη, και απ' την φθαρτήν ζωήν περνάςτην αιωνίαν. ΑΜΛΕΤΟΣ Ναι, δέσποινα, κοινό . ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Και αν είναι, διατί φαίνεται παράδοξοεσέ;

Κι ο μανιωμένος υπενωμοτάρχης, το θεριό τ' ανήμερο, το σκιάχτρο κι ο τρόμος όλου του κόσμου εκεί όλων των νταλματζήδων και των λαθρεμπόρων του μαχαλά, στα λόγια εκείνα απόμεινε, ημέρεψε, έγινε αρνάκι, έβαλε μέσα τη σπάθα του και τράβηξε βουβός, με χαμηλωμένα μάτια σαν κορίτσι, προς την πόλη.

Ο ένας ήταν ακόμη νέος, ψηλός και σκυφτός, με πρόσωπο ωχρό και αποστεωμένο, λες και είχε απομείνει μόνο το δέρμα επάνω στα κόκαλα, με τα μαυρισμένα του βλέφαρα χαμηλωμένα, ζητιάνευε, ζητιάνευε κουνώντας μόλις τα μελαγχολικά του χείλη που σκέπαζαν τα μεγάλα προεξέχοντα δόντια του. Έμοιαζε να κοιμάται και να μιλά στον ύπνο του, αδιάφορος για τον εξωτερικό κόσμο.