United States or Denmark ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτο η αρχή φθινοπόρου, επέστρεφον δε εκ του ταξειδίου των εις την πατρίδα αφ' ης ολίγας ώρας απείχον. Ο άνεμος έπνεε σφοδρός και το πλοίον, κλίνον με χάριν εις την μίαν των πλευρών εχώρει πλησίστιον προς το τέρμα, τον ποθητόν δι' όλους λιμένα.

Ο Στάθης ήρχισεν άλλην ομιλίαν, ωμίλει διά τα καθέκαστα του γάμου, διά τους καλεσμένους, οι οποίοι ήσαν τόσον πολλοί, ώστε δεν θα τους εχώρει το σπίτι . . . Είνε τω όντι φαντασμένος αυτός ο γαμβρός. — Μην το λες, και κακιών' η αδερφή μας, είπε μειδιών ο Θανάσης. — Εμένα μ' έχεις αδερφό, είπεν ο Στάθης· τον Γρηγόρη δεν τον έχεις ακόμα τίποτε. Η Αφέντρα είχε χαμηλωμένα τα όμματα κ' εσιώπα.

Αλλά της Μονεβασώς δεν το εχώρει ο νους της, να γείνη ο γάμος του υιού της και να μην παρευρεθή διά να δώση την ευχή της. Ευτυχώς αύτη ήτον καλλίτερα κ' εσηκώθη εις ολίγας ημέρας. Αλλ' ενώ εγίνοντο αι ετοιμασίαι του γάμου και είχον κατεβάσει τον άρρωστον από την εξοχήν του Αγίου Χαραλάμπους, εις την πολίχνην, ο γαμβρός και ο Στάθης διεφώνησαν ως προς το ποσόν της μετρητής προικός.

Αλλά πριν ή ο στρατός διανύση το πέμπτον της οδού, εξηντλήθησαν όσα τρόφιμα είχον φέρει μεθ' εαυτών· μετά τα τρόφιμα δε έλειψαν τα υποζύγια, διότι τα έφαγον. Εάν ο Καμβύσης, ιδών αυτά, ήλλασσε γνώμην και επανέφερεν οπίσω τα στρατεύματα, ήθελεν είσθαι φρόνιμος άνθρωπος, με όλον το πρώτον σφάλμα του· καταφρονών όμως πάντα ταύτα, εχώρει πάντοτε εις τα πρόσω.

Και όμως εν τη οικία ταύτη εχώρει όχι μόνον η γραία Οθωμανίς μετά του Κιαμήλη, όχι μόνον ο εφέντης μετά της πολυπληθεστάτης αυτού οικογενείας, αλλά και η μήτηρ μου και ο αδελφός μου, και δη πάντες οι εγγύς και μακράν συγγενείς ημών, όσοι ήρχοντο προς επίσκεψίν μου.

Αι μεγάλαι ελληνικαί σημαίαι της υπερηφάνως αερίζοντο, και τα πολύχρωμα σινιάλα τ' αναρίθμητα με τον αέρα έπαιζαν χαρούμενα. Η λιτανεία της καταδύσεως του Τιμίου Σταυρού εχώρει προς την προκυμαίαν σεμνή, πανηγυρική.

Το κινούμενον εκείνο δάσος, το οποίον μόλις εχώρει εις τον στενόν δρόμον, τους συνεπίεσε διερχόμενον και επροχώρησε με θρουν και θόρυβον των πετρών τας οποίας παρέσυρεν εκ των εκατέρωθεν ξηροτοίχων. Κατόπιν του όνου ήρχετο με σπουδήν ο Αστρονόμος, καταφέρων την ράβδον του επί των οπισθίων του ζώου και αναφωνών: — Σέεε!

Κι' εγώ ποτέ δεν ήθελα να κύψω τον αυχένα εις ένα τέτοιο βάναυσο και άτεχνο ψαλλίδι, κι' εφούντωνε της κεφαλής το δάσος ολοένα, και ήτο μόνος πλούτος μου η κόμη και στολίδι. Πόσην κι' η κόμη καλλονήν 'στην ποίησιν προσθέτει! με τι ρωμαντικότητα το μέτωπον λαμπρύνει! επάνω εις τους ώμους μου απλώνετο ως χαίτη, κι' εχώρει όλων των Μουσών κρησφύγετον να γίνη.