United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο αληθινός φταίστης ήταν ο Δημητράκης με τη λιγομυαλιά και με τα πείσματά του. Αυτός ο μισοπάλαβος, ο αγράμματος, ο προδότης! Και τι έκαμε; Την πήρε μαζί του και να! την πέθανε· Αν έμενε στο σπίτι της, θα ζούσε ακόμα!... Και τη θέση της λύπης πήρε τώρα το μίσος του· μίσος κι αποστροφή για τον αδερφό του. Έτσι πήρε τον ανήφορο κ' έφτασε λαχανιάζοντας στο σπίτι της Ελπίδας.

Σύρε να ιδής τον αδερφό σου . . . σε θέλει. Ο Στάθης ήτον πλαγιασμένος, επήρε έναν ύπνον, και αργοπόρησε. Μετ' ολίγον η Ασημήνα, έτρεξε κ' εφώναξε την νύμφην της·Γερακίνα, πού είν' ο Στάθης; Μην κοιμάται; . . . Δεν είνε καλά ο Θανάσης· πες του να φθάση γλήγορα! Ολίγω ύστερον, ήλθεν η Μαργαρώ, η άλλη ύπανδρος αδελφή. — Στάθη! τρέξε γλήγορα! . . . πεθαίνει ο Θανάσης! . . .

Κι άμα το μυρίστηκαν πως είτανε δυνατώτεροι και πιώτεροι, τους ρίχτηκαν αλύπητα τους βαρβάρους. Ήρθε τότες και του Τύφου η ώρα. Δικάζεται, απομαρτυριούνται οι συνωμοσίες του με το Γαϊνά, και φυλακίζεται. Κι α δε θανατώθηκε, το χρωστούσε στον αδερφό του τον Αυρηλιανό, γυρισμένο τώρα στην Πόλη, που είχε φύγει για να γλυτώση από του αδερφού του τον κατατρεγμό.

Φτάνοντας εκεί τι βλέπει; Μια κίσσα, που βέλαζε σα βετούλι. Τότε ο Μαλώνης ήρθε στον εαυτό του από το θυμό του, θυμήθηκε το κακό που έκανε να σκοτώση τον αδερφό του, έκλαψε, χτυπήθηκε και στο τέλος από τη λύπη του έγεινε πουλλίαυτό που λέμε Γκιώνηκι’ από τότε όλο κλαίει και φωνάζει τον αδικοσκοτωμένο αδερφό του: «Γκιων! Γκιων!

Μα ύστερ' από δύο ημέραις τον έβγαλαν, γιατί ευρέθη, πως, όταν έγεινε το φονικό, εκείνος ήταν στο χωριό μας. Ποιος το ξεύρει· Ίσως κ' εψευτομαρτύρησαν... Μα τώρα, που ήρθες πια και συ, παιδί μου, μην αφήστε τον αδερφό σας ανεκδίκητο. Μη με βλέπεις έτσι και σιωπάς!

«Καράβι καραβάκι που πας γιαλό γιαλό, «τον αδελφό μου φέρε, φέρτον με το καλό. «Καράβι καραβάκι, που σκίζεις τα νερά, «τον αδερφό μου φέρε, τη μόνη μου χαρά! Τον έλεγαν αγέλαστον, παράξενον, κακόν μάλιστα, ενώ ήτο ο καλλίτερος των ανθρώπων. Ποσάκις το εξωτερικόν δεν απατά!

Μόνε τον έρμο του Πηλιά γιο θέτε να βοηθάτε, που δίκιο μες στα σπλάχνα του δεν ξέρει, μήτε ο νους του 40 λυγάει μια στάλα, μον λυσσάει σαν τ' άφαγο λιοντάρι, που το κεντρώνει η δύναμη κι' η άσκιαχτη καρδιά του και πάει αθρώπων ζωντανά να βρει και να χορτάσει· έτσι κάθε έχασε σπλαχνιά, πια σέβας δεν κατέχει. 44 Δικό του κι' άλλος πριν μαθές και πιο λαχταρισμένο 46 θάχασε — ή γιο του, ή αδερφό από μιας μάννας σπλάχναμα κλαίει, στενάζει, κι' έπειτα τελιώνει· γιατί οι Μοίρες τα πλάσανε μ' απομονή τα σωθικά τ' αθρώπου.

Αφίνω ακόμα διάτα και τόνε βάνω σε όρκο φρικτό εις το όνομα του Θεού, του Χριστού, της Παρθένος, εις τα κόκκαλα των γονηών μας και του αδερφού μας Φιλόθεου, και εξορκίζω τον αδερφό μας Γηώργη, το σταυρό το μαλαματένιο να μην τόνε πειράξη· να τον απιθώση σε μια εκκλησιά να λειτουργιέται και να κάμη κολάγι και τόνε στείλη στην πατρίδα μας του Παπαθανάση να τον απίθώση στην εκκλησιά μας, γιατί άνθρωποι είμαστε και πέφτομε σε λάθο· αυτός ο σταυρός είναι του μακαρίτου αδερφού μας Φιλόθεου και νάχης την ευχή του, Γηώργη μου, να τον φυλάξης.

Τον αδερφό της, τον πατέρα της Σμαραγδούλας, τον αγαπούσε πολύ, μα δε μπόρεσε να του συχωρέση πως πήρε μια ξένη, μια περίφανη, μια πεισματάρα, που ό,τι έλεγε, έπρεπε να γίνεται. Μα είχε δελεάση τον αδερφό της με την ξεχωριστή ευμορφιά της. Τώρα τα χρόνια πέρασαν, οι γονείς δεν ζούνε πλιο και η γρηά θεία αφωσιώθηκε στην ανεψιά της: ήταν το καμάρι της, το είδωλό της.

Τότες βαριά στενάζοντας τους είπε ο Αγαμέμνος, ο δοξασμένος βασιλιάς, κρατώντας απ' το χέρι τον αδερφό του, ενώ μαζί βογγούσανε οι συντρόφοι «Αχ αδερφέ μου, ορκίστηκα λοιπόν το θάνατό σου 155 που μόνο σ' έστησα μπροστά για μας να πολεμήσεις, και να οι οχτροί σε λάβωσαν και πάτησαν τους όρκους.