Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025
— Οχτώ χρόνια, Μυλόρδε μου, και άλλο δε μαθαμε παρά πως τηνε στείλανε στο Μισίρι. Όσο για τον αδερφό της το Γιανάκη, αυτός έμεινε στο Μεγαλόκαστρο μ' έναν Αγάν, και τούρκεψε, και τώρα μήτε να μας ξέρη πια δε θέλει. — Αμέ ο Κωστάκης, το μικρό μικρό; — Δεν την είπαμε ως τόσο του καημένου μας του Κωστάκη την τύχη, γυρίζει και λέει ο Προεστός της γυναίκας του.
Μα τον νεκρό αδερφό του αυτόν, τον Πολυνείκη, άταφος έξω να ριχτή, θροφή των σκύλων, γιατί είναι χαλαστής της χώρας των Καδμείων, αν κάποιος από τους θεούς δεν του κρατούσε το δόρυ του, μα και νεκρός την αμαρτία των θεών θα ’χη της πατρίδας του, γιατ’ ήρθε με ξένο απ’ έξω στράτευμα, ατιμάζοντάς τους κ’ εκούρσευε τη χώρα του.
Ύστερα όμως ρώτησα την Πιπίτσα, κι αυτή τότε μου είπε καμαρώνοντας, πως ο Σταύρος είτανε συμμαθητής ατό γυμνάσιο με τον αδερφό της, και πώς ενώ ο αδερφός της ύστερ' από το γυμνάσιο πήγε στο πανεπιστήμιο, κ' έγινε ένας σπουδασμένος νέος, ο Σταύρος έμεινε ασπούδαστος, δίχως καμιά αξία στην κοινωνία, φευγάτος από το σπίτι του, και καταραμένος από τον πατέρα του.
Κι ο Σβάντε χαιρότανε περσότερο να κάνη τον προστάτη, γιατί στα παιγνίδια του με το μεγάλο αδερφό είταν πάντα αυτός ο μικρότερος, που έπρεπε να υπακούη. Ο Σβεν είτανε τόσο μικρός μπροστά στα μεγαλήτερα αδέρφια, που τα θαύμαζε και τακολουθούσε, ώστε έμεινε πάντα ο μικρουλάκης αδερφός.
Καθαρίστηκε αμέσως ταγέρι του παλατιού. Οι ευνούχοι θα πήτε ακόμα δεν έφυγαν, έπαιρναν κ' έδιναν ακόμα αυτοί. Καταργήθηκαν όμως πολλές άλλες προτητερινές σαρδαναπαλιές, και κει που βράζανε στο παλάτι μέσα παντής λογής ανωφέλευτοι και βλαβεροί παράσιτοι και παράλυτοι, κατάντησε άξαφνα σαν είδος μοναστήρι! Πρώτη της έννοια της Πουλχερίας είτανε ναναθρέψη τον αδερφό της.
Κ' έλα τώρα, αδερφούλα μου γλυκειά, να σου δείξω την όμορφη βασίλισσα, τη χρυσομάλλα Βερενίκη, μέσα στο φως του έβδομου ουρανού.... Κ' η φωνή του σβύστηκε γλυκά, σαν στάλαγμα νερού με στου νερού τον ύπνο. Η Μαρία έγυρε απάνω του και τα μεγάλα καταγάλανα μάτια της γίνανε συννεφιασμένοι ουρανοί και χύσανε καταρράκτες δάκρυα να σβύσουνε τη φλόγα πούκαιγε τον αδερφό της.
Του τα είπε αυτά σιγανά κι αποφασισμένα. — Μα αν είτανε να κάμω τέτοιο πράμα, θα πρωτοάρχιζα από τη γυναίκα μου. Άμε στο καλό, βλογημένε, δεν είνε πράματα, σου λέω. Δεν την ξέρεις τη Βασιλική, τέλειωσε. Μήτε τον Πανάγο δεν τον ξέρεις. Και γύρισε το στενοχωρημένο του πρόσωπο κατά την άλλη μεριά. — Εγώ δεν τους ξέρω; απολογιέται ο Δημήτρης τραβώντας τον αδερφό του από το μανίκι.
Ήρθε ο Αργύρης ο Λοχίας, με τον Κυρ-Σταρό το γραματικό του Ειρνοδικείου, και τον Κυρ-Κωστάκη τον αδερφό της Κυρά-Δασκάλας, παρέα. Έμπαιναν, έμπαιναν ολοένα. Ολοένα εγέμιζε, εβάρενε ο δίσκος στο σκαμνί απάνω. Έσκουζε ολόχαρος, γελαστός, αστόμωτος ο Γιάνης· — Δυο δεκάρες να πλερώνη καθένας να μπαίνη, παιδιά! Να βγάλουμε κ' εμείς το πετρέλαιο!...
Η Χρυσούλα ερρίχθηκε στον αδερφό της κολλιτσίδα: — Λυπήσου τον, λυπήσου τα παιδιά μου· βάλε τον μέσα γρεντή. — Μωρέ, αδερφή, τον λυπούμαι μα τι να του κάμω· έλεγεν εκείνος στενοχωρημένος. Βλέπεις που εξόδεψα τα μαλλοκέφαλά μου σ’ αυτό. Θέλεις να μην το ξαναϊδώ; Έχει κακοτυχιά ο άνθρωπος· μάλαμα πιάνει στάχτη γένεται. Δεν τον θέλει η θάλασσα. Ας πιάση στη στεριά δουλειά να τον βοηθήσω όσο μπορώ.
Ξεπετιέται σέρνοντας φωνή σπαραχτικιά σα να την έσφαζαν την ίδια τα Τούρκικα τα μαχαίρια, πηδάει μες στο χωράφι, και πριχού να νοιώσουν οι Αράπηδες πούθε ξεφύτρωσε ταναπάντεχο εκείνο το φάντασμα, τον αγκάλιαζε η Μαριγή ξεφρενιασμένη και μοιρολογώντας τον αδερφό της, που τέσσερες μήνες τον είχε χαμένο, τον ξακουσμένο τον Ζανουλάκη, που κάθε μάχης του χρόνου εκείνου τον είχε τσουρουφλιασμένο η φωτιά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν