United States or Central African Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καμώματα του καλοκάγαθου του Εφημέριου που δούλεψε ολημερίς σαν τον Απόστολο Παύλο, τρέχοντας από του ενού στ' αλλονού το σπίτι, κι αποξηγώντας την αλήθεια και βλογώντας κι αγαπίζονταςΌμως με τόση τρεμούρα και παπατρεχωσύνη, που κι όσες γυναίκες δε σύφερε να τα ξέρουν, άρχιζαν και τους έμπαιναν υποψίες πως κάτι τρέχει.

Μα καθώς εσήκωσα τα μάτια σύγκρυο μ' έπιασε. Καλά το έλεγαν οι γέροντές μας. Τι ο διπίθαμος Αράπης! τι Γοργόνα και τι Άριστος! Τούτο είνε το θαύμασμα! Οι ρίζες του μελαψές, λεπιδοντυμένες έσφιγγαν Βριάρεως χέρια το μάρμαρο, έμπαιναν στις σχισμές, εβύζαιναν τους μαστούς, αγκάλιαζαν τ' αγκωνάρια, εγάτζωναν τις ποδιές του ένα σώμα θαρρείς και μια δύναμις ακαταγώνιστη.

Πολλές φορές έμπαιναν και στο χωριό, ανακατώνονταν στα σπίτια, σε χαρά και σε λύπη, σε γάμους και τραπέζια, σε πανηγύρια, ακόμα και στα μαλώματα. Όλοι την ήξεραν την Ελπίδα κι όλοι την καλοδέχονταν. Μικροί μεγάλοι την αγαπούσαν· φτωχοί και πλούσιοι την είχαν πάσα ημέρα στα χείλη τους. Μια τέτοια ζωή άλλαξε σημαντικά το Δημητράκη. Η κόρη με τ' απλά λόγια της, ξύπνησε μέσα του κάποια νέα σκέψη.

Τρελλή ξετρελλή, την παίρνουν οι λεβέντηδες και την καθίζουνε στο γαδουράκι μπρος οπίσω. Σέρνουν το γαδουράκι, και καθώς έμπαιναν από την πόρτα της, ανέβαινε κι ο δόλιος ο γέρος από την Αγορά. Θεός ξέρει πώς του φάνηκε εκείνη η παράταξη! Ακούμπησε στον τοίχο, έπεσε κάτω, και πια δεν ξανασηκώθηκε. Τι απόγεινε η κερά Πιπίνα, το ξέρεις. Κατάντησε να μαζεύη ελιές.

Είχαν φάγει όλο το γάλα, και τη στιγμή, που έμπαιναν οι νοικοκυραίοι στο δωμάτιο, ξέσκιζαν τη βραστή την κόττα, την τετράπαχη! Δεν είχαν λάβει ακόμα καιρό να γγίξουν την κόττα, που είταν στον ταβά, τη μανέστρα, που είταν στη σουπιέρα, και το τεψί με τες τηγανίτες. Σπολλάτη!

Και προς αυτόν απάντησεν ο θείος χοιροτρόφος• «Ξένε, θα μ' έχουν ένδοξον πολύ κ' επαινεμμένον και τώρα και μετέπειτα τα γένη των ανθρώπων, αν, αφούτην καλύβα μου σ' έχω φιλοξενήσει, μ' άπονο χέρι εθέριζα την ποθητή ζωή σου. 405 με ποια καρδιά θα πρόσφερνα κατόπι ευχαίς του Δία! αλλά του δείπνου είναι καιρός• οι σύντροφοι να εμπαίναν γλήγορα, ο δείπνος ο καλός να γείνητην καλύβα».

Εκαθόνταν αραδαριά στα πεζούλια απόξω, μπρος στη μεγάλη ξώπορτα· άλλες χαρωπές, κι άλλες θλιμένες, κι άλλες πολύλογες γαλιάντρες η γλώσα τους, κι άλλες άφωνες και βουβές, κι ακαρτέραγαν νάβρουν αράδα. Όταν ερχόταν η ώρα τους, άνοιγε την καγκελωτήν ξώπορτα ο Σκοπός. Έμπαιναν από δύο κι από τρεις, κ' έκλεινε πάλι με κρότον η βαριά σιδερόπορτα πίσωθέ τους.

Είπε, τ' αχρείο κρέμασετον ώμο του δισάκκι ολότρυπο, κ' είχε χοντρό σχοινί να το βαστάη, καιτο κατώφλι εγύρισε κ' εκάθισε• κ' εκείνοι 110 γελώντας πάλιν έμπαιναν και τον περιχαιρόνταν• «Ο Δίας και όλ' οι αθάνατοι να σου χαρίσουν, ξένε, ό,τι πλειότερο ποθείς, ό,τ' η ψυχή σου θέλει, 'που τούτον τον αχόρταγοντην πόλι να ζητεύη έπαυσες• ότιτην στερηά θε να σταλή με πλοίο 115τον βασιλέαν Έχετον, αδικητήν του κόσμου». Είπαν, κ' εχάρητην ευχήν ο θείος Οδυσσέας. ο Αντίνοος τότε μιαν τρανή κοιλιά του 'βαλ' εμπρός του με πάχος κ' αίμα ολόγεμην• ο Αμφίνομος επήρε απ' το κανίστρι δυο ψωμιά και απόθωσέ τα εμπρός του, 120 και με ποτήρι ολόχρυσο τον χαιρετούσε κ' είπε• «Ξένε πατέρα, χαίρε μου• καλαίς να ιδής ημέραις καν εις το εξής• τώρα πολλά σε βασανίζουν πάθη».

Από τις τρύπες της ξύλινης οροφής έμπαιναν λοξά φωτεινές ακτίνες ασημί σκόνης που κατέληγαν επάνω στα κεφάλια των γονατισμένων καταγής γυναικών, και οι κιτρινισμένες φιγούρες που ξεπηδούσαν από το μαυρισμένο φόντο των ραγισμένων τοιχογραφιών, που ακόμη κοσμούσαν τους τοίχους, έμοιαζαν μ’ αυτές τις γυναίκες, ντυμένες στα μαύρα και τα βιολετιά, όλες χλωμές σαν το φίλντισι, ακόμη και οι πιο ωραίες, οι πιο λεπτές, με στήθος άσαρκο και την κοιλιά πρησμένη από της θέρμες της μαλάριας.