United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


« Και πώς εσύ πιστεύεις πως θα πας 'στου Αβραάμ τους κόλπους να το στρώσης, αφού δεν σ' εμνημόνευσε παπάς, γιατί λεπτό δεν έχεις να του δώσης; «Πού κόλλυβα για σένα και παπάδες; πού είναι προσφοραίς και θυμιάματα, πολύφωτοι λαμπτήρες και λαμπάδες, ευχαίς και λειτουργίαις και τρεχάματα;

ΒΟΛΤΙΜΑΝΔΟΣ Άδολον ασπασμόν κ' ευχαίς σου ανταποδίδει.

Κ' εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας• «Κόρη του μεγαλόκαρδου Αλκίνου, Ναυσικάα, είθε ο Κρονίδης, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας, 465 θελήση ογλήγορα να ιδώ την ποθητήν πατρίδα, και τότ' ευχαίς ωσάν θεάς εκεί θα σου προσφέρω ολοκαιρής, επειδή συ με έζησες, παρθένα».

επτά μέρη τα χώρισε• μ' ευχαίς επρόσφερ' ένα των Νυμφών άμα και του Ερμή, 'που γέννησεν η Μαία• 435 τ' άλλα εις καθέναν μέρασεν• αλλά τον Οδυσσέα με ολόκληρην ετίμησε την νεφραμιά του χοίρου, και την ψυχήν εφαίδρυνε με τούτο του κυρίου. τότε ο πολύγνωμοςαυτόν ωμίλησ' Οδυσσέας• «Ως σ' αγαπώ να σ' αγαπά, φίλε, ο πατέρας Δίας, 440 αφού τον άμοιρον εμέ τιμάς με τέτοια δώρα».

Έτσ' η συνείδησις δειλούς όλους μας κάμνει, κ' έτσι το φυσικό της αποφάσεως χρώμα νεκρόνει ο λογισμός με την χλωμήν θωριά του, ώστε μ' αυτόν τον δισταγμόν έργα μεγάλης ουσίας στρέφουν απ' το ρεύμα τους και χάνουν και τ' όνομα της ενεργείας. Σίγα, τώρα! Η εύμορφη Οφηλία; — Νύμφη, 'ς ταις ευχαίς σου μνημόνευ' όλα τ' αμαρτήματά μου. ΟΦΗΛΙΑ Κύριε, πώς ήσουν ταις πολλαίς ημέραις 'πού δεν σ' είδα;

Και ο Περιμήδης τα σφακτά και ο Ευρύλοχος βαστούσαν• και απ' το πλευρό μου έσυρα το ακόνητό μου ξίφος, λάκκο μιαν πήχην έσκαψα του μάκρου και του πλάτου, 25 κ' έχυσα γύρω αυτού χοαίς όλων των πεθαμένων. και ως έβαλα μελίκρατο, κρασί γλυκό, και τρίτα νερό, και τα πασπάλισα με λευκ' αλεύρι επάνω, ταις άδειαις κάραις των νεκρών θερμά παρακαλώντας, να σφάξω ετάχθηκα εκλεκτήν και στείραν αγελάδα, 30 ως φθάσω εις την Ιθάκη μου, και μιαν πυρά να κάψω πολύδωρην, και χωριστόν αρνί του Τειρεσία να θυσιάσω, ολόμαυρο, του κοπαδιού το πρώτο. και αφού με τάμματα, μ' ευχαίς θερμαίς, τους πεθαμένους ξιλέωσα, πήρα τ' αρνιά και τα 'σφαξατον λάκκο, 35 κ' έρρεε το αίμα ολόμαυρο• και ιδές, εσυναζόνταν των πεθαμένων η αμυχαίς του ερέβους απ' τα βάθη, νέαις και νέοι, γέροντες πολύπαθοι μ' εκείνους, και ομού παρθέναις τρυφεραίς με νεόλυπην καρδία, και άνδρες πολλοί, 'που τρύπησαν η χαλκοφόραις λόγχαις 40την μάχη, κ' είχαν τ' άρματατο αίμ' όλο βαμμένα. εδώθ' εκείθεν άπειροιτον λάκκο γύρω ερχόνταν μ' αλαλαγμόν αμίλητον αχνός μ' επήρε φόβος, τότ' είπα των συντρόφων μου να γδάρουν και να κάψουν τ' αρνιά, ριμμένα ως τα 'σφαξε το αλύπητο μαχαίρι, 45 κ' έπειτα ευχαίς των δυο θεών να ειπούν, εις τον ανδρείον τον Άδη καιτην άσπονδην αντάμα Περσεφόνη, και το σπαθί μου εγύμνωσα και δεν εσυγχωρούσα ταις άδειαις κάραις των νεκρών καθόλου να σιμώσουντο αίμα, πριν ερωτηθώ τον μάντη Τειρεσία. 50

Και προς αυτόν απάντησεν ο θείος χοιροτρόφος• «Ξένε, θα μ' έχουν ένδοξον πολύ κ' επαινεμμένον και τώρα και μετέπειτα τα γένη των ανθρώπων, αν, αφούτην καλύβα μου σ' έχω φιλοξενήσει, μ' άπονο χέρι εθέριζα την ποθητή ζωή σου. 405 με ποια καρδιά θα πρόσφερνα κατόπι ευχαίς του Δία! αλλά του δείπνου είναι καιρός• οι σύντροφοι να εμπαίναν γλήγορα, ο δείπνος ο καλός να γείνητην καλύβα».

Αυτά 'πε και όλοι εδέχθηκαν τον λόγον του και είπαν ο ξένος να προβοδηθή, ότ' είχε ορθά μιλήσει• και ο Αλκίνοος προς τον κήρυκα• «Ποντόνοε, συγκέρνα εις τον κρατήρα το κρασί και μέρασέ το εις όλους, 50 όπως, αφού κάμουμ' ευχαίς προς τον πατέρα Δία, τον ξένον προβοδήσουμετην γη την πατρική του».

Αγαπημένοι, αχώριστοι, μονάχοι μας να ζούμε, Κι' αν θα χαθούμε, πάλ' οι δυο μαζί μας να χαθούμε... ..................................................... Κάποιος διαβάτης με καιρό διαλάλησε μια μέρα, Ότι σ' απόκρυφην ερμιάν εύρε χρυσή φλογέρα. — Μάνα, πάρ' της ευχαίς και τ' άγια λείψανα, Τι δεν μπορούν να γειάνουν την αρρώστεια μου. Δεν είν' ούτε από πόνον ούτε από Ξωθιαίς.

Είπ', έλυσε την καταχνιά κ' εφάνη ο τόπος όλος• ευφράνθητην πατρίδα του ο θείος Οδυσσέας, κ' εφίλησε ο πολύπαθος την γην την σιτοδώρα, και προσευχήθη των νυμφών με χέρια σηκωμένα• 355 «Νύμφαις Ναϊάδες, του Διός ω κόραις, εγώ πλέον να σας ιδώ δεν έλπιζα• τώρα μ' ευχαίς γλυκείαις χαίρετε, και θα λάβετετο εξής και δώρα ως πρώτα, αν δώσ' η κόρη του Διός, η νικηφόρ' Αθήνη, ζωήεμέ και προκοπή του αγαπητού παιδιού μου». 360