United States or Kiribati ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διότι δεν βλέπω να προέρχεται τίποτε κακόν απ' αυτών, αφού είνε πλήρεις από θυμιάματα και ευωδίας. Αλλά θα έβλεπα ευχαρίστως να ανατραπούν εκ βάθρων οι βωμοί της Αρτέμιδος εις την Ταυρίδα, επί των οποίων τοιαύτας ευωχίας δέχεται ευχαρίστως η παρθένος εκείνη . ΖΕΥΣ. Τι κακό είνε αυτό που μας ήλθε; Βλέπετε ότι δεν φείδεται κανενός εκ των θεών, αλλ' εις όλους κατά σειράν ψάλλει τα εξ αμάξης και

Άλλο από απλή και δουλική ευγνωμοσύνη δεν μπορούσε να ξυπνήση στην καρδιά των Ελλήνων ο ρωμαΐκός φιλελληνισμός, κι ούτε είτανε φυσικό του νάχη άλλο σκοπό, παρά να παρηγορή τον άρρωστο με δώρα και με στεφάνια, να περιμένη κολακείες και θυμιάματα, και να δείχνεται πως είχε δα αρκετό ανθρωπισμό κι ο Ρωμαίος να νοιώθη και να τιμάη του Ελληνισμού τη λαμπρότητα.

Έτσι πολύ εγώ κόπιασα, πολλά 'παθα για σένα, μ' αφτά στο νου, πως άκληρο μ' άφισε εμένα ο Δίας· μονάχα εσένα σ' έκανα, θεόμορφε Αχιλέα, παιδί μου, νάχω κάπιονε στα γερατιά προστάτη. 495 Όμως, παιδί μου, μέρωσ' τα τ' ανήμερά σου σπλάχνα, δεν πρέπει σου άσπλαχνη καρδιά· τι κι' οι θεοί οι μεγάλοι λυγούν, κιας έχουν πιο τιμή πιο δύναμη πιο αξία· κι' αφτούς με τα θυμιάματα και με σταλιές και τσίκνες και καλοπιάστρες προσεφκές τους μαλακώνει ο κόσμος 500 περικαλώντας, αν τυχόν τους φταίξεις κι' αμαρτήσεις.

Μον σύρε εσύ στην εκκλησά της Αθηνάς στο κάστρο, και πάρε με θυμιάματα τις προεστές μαζί σου, 270 κι' όπιο έχεις πέπλο πιο όμορφο κι' απ' όλα πιο μεγάλο και που στον πύργο πιο πολύ το λαχταρά η καρδιά σου, βάλ' της το αφτό στα γόνατα της Αθηνάς, και τάξε, μαννούλα, πως ως δώδεκα γελάδες θαν της σφάξεις χρονιάρικες απείραγες στην εκκλησά της μέσα, 275 αν την πατρίδα σπλαχνιστεί τα τέρια τα παιδιά μας, μήπως αλάργα απ' το καστρί βαστάξει το Διομήδη, άγριο στρατιώτη, της σφαγής ατρόμητο τεχνίτη.

Αυλαίαι βαρύτιμοι εκρέμαντο από των θυρών και των θυρίδων, τάπητες σαρδικοί εκάλυπτον τα περιθέοντα τον κοιτώνα ανάκλιντρα, και τρίποδες εκ πορφυρίτου ανείχον δίσκους αργυρούς, εφ' ων έκαιον ευώδη θυμιάματα. Η κλίνη της, με περσικάς υποστρώσεις και ελεφαντοτεύκτους πόδας, ήτο Αριστοτέχνημα πολυτελείας και φιλοκαλίας.

Αν είνε κανείς διά τον άλλον κόσμον και ψυχομαχή, εξορκίζουν με ευχάς και με θυμιάματα τον Μάγον, να μη τυχόν εμποδίση με την αόρατο παρουσίαν του τον μισοπεθαμένον, και δεν υπάγη κατευόδιον εις τον κάτω κόσμον.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τέκνα του Κάδμου του παλιού γενεά νέα, τι συναγμένοι κάθεσθε σ’ αυτούς τους τόπους, με τα κλαδιά της ικεσίας στεφανωμένοι; Και η πόλις είν’ από θυμιάματα γεμάτη, και αντιλαλεί από στεναγμούς κι από παιάνας; Αυτά εγώ απ’ το στόμα να μάθω θέλοντας, κι όχι απ’ το στόμα των μαντατοφόρων ο πολυφήμιστος ήλθα εδώ πέρα Οιδίπους.

« Και πώς εσύ πιστεύεις πως θα πας 'στου Αβραάμ τους κόλπους να το στρώσης, αφού δεν σ' εμνημόνευσε παπάς, γιατί λεπτό δεν έχεις να του δώσης; «Πού κόλλυβα για σένα και παπάδες; πού είναι προσφοραίς και θυμιάματα, πολύφωτοι λαμπτήρες και λαμπάδες, ευχαίς και λειτουργίαις και τρεχάματα;

Διατί λοιπόν δεν μας προλέγεις ποίος εκ των δύο φιλοσόφων θα νικήση; Διότι βέβαια γνωρίζεις από τούδε το αποτέλεσμα, αφού είσαι μάντις. ΑΠΟΛ. Πώς είνε δυνατόν, Μώμε, να μαντεύσω, αφού ούτε τρίποδα έχω εδώ, ούτε θυμιάματα, ούτε πηγήν μαντικήν, όπως η Κασταλία; ΜΩΜ. Αυτά είνε προφάσεις και υπεκφυγαί, διότι δεν μπορείς να πης τίποτε βέβαιον.