United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήταν ανήμερα Λαμπρή και η χώρα όλη έλαμπε κάτασπρη στου ήλιου τις αχτίνες, σαν μαρμαρόχτιστο αμφιθέατρο κ' εμοσχοβολούσε σαν εκκλησιά. Τρομπόνια εβροντούσαν κ' εβαρούσαν παιγνίδια κ' έπαιζε ρουμπίνι στο ποτήρι το κρασί κ' έλαμπαν στα χέρια κατακόκκινα τ' αυγά κ' έτρεμε το «Χριστός Ανέστη» σε κοραλλένια χείλη.

Δεν είμαι άτυχος λοιπόν;—στον Δία τον Σωτήρα! δεν είμαι άνδρας δυστυχής; κακήν δεν έχω μοίρα, να ταξιδέψω σήμερα με δυο θεριά ανήμερα; Αν πάθω στο ταξίδι μου φουρτούνες και τρομάρες, πλέοντας κάτω απ' αυτές, της καραπουτανάρες, θάφτε μ' απ' όλους χωριστά στην πόρτα που θα μπω μπροστά, και πιάστε ζωντανή κι' αυτή με πίσσ' αλείφτε τη καυτή, κατόπι ν' αναλύσετε μολύβι, και στα πόδια της τριγύρω να το χύσετε, και στήστε τη μου ύστερα στον τάφο μου, τη λάμνα, για νεκρική μου στάμνα!

Δεν επίστευες πως ήσαν νερό εκείνα παρά θηρία ανήμερα, λύκοι και λέοντες και τίγρεις και ύαινες, αρκούδες ασπρομάλλες, που κοπάδια πεινασμένα έβγαιναν από τα σκοτεινά ουρανοθέμελα και ωρμούσαν, κατάρα του πελάγου και πικρή χολή στο άμοιρο καράβι μας.

Έτσι πολύ εγώ κόπιασα, πολλά 'παθα για σένα, μ' αφτά στο νου, πως άκληρο μ' άφισε εμένα ο Δίας· μονάχα εσένα σ' έκανα, θεόμορφε Αχιλέα, παιδί μου, νάχω κάπιονε στα γερατιά προστάτη. 495 Όμως, παιδί μου, μέρωσ' τα τ' ανήμερά σου σπλάχνα, δεν πρέπει σου άσπλαχνη καρδιά· τι κι' οι θεοί οι μεγάλοι λυγούν, κιας έχουν πιο τιμή πιο δύναμη πιο αξία· κι' αφτούς με τα θυμιάματα και με σταλιές και τσίκνες και καλοπιάστρες προσεφκές τους μαλακώνει ο κόσμος 500 περικαλώντας, αν τυχόν τους φταίξεις κι' αμαρτήσεις.

Και τέτοια η λύσσα τους, που αδέρφιασαν Χριστιανοί και Τούρκοι ανήμερα και χύμιξαν ανακατωμένοι στης Εκκλησιάς την αυλή «να τη σπαράξουν τη σκύλα». Πού πια τώρα να τους εναντιωθή Εφημέριος, πού να δείξη στήθος Επίτροπος! Την έφεραν όξω σέρνοντάς την από τα μαύρα μαλλιά της.

Σπλαχνίσου με, όσο ακόμα ζω, τον άμοιρο κι' εμένα, αχ ο πικρός! που στη μπασιά των γερατιών μου ο Δίας 60 θα με ξοντώσει ανήμερα, πολλά αφού δω μαρτύρια, σφαγμένους γιους και στη σκλαβιά τις κόρες παγεμένες, στερνά κι' εμένα που σκυλιά του δρόμου θα με κάνουν 66 κοψίδια ομπρός στα ξώθυρα, όταν κοντάρι ή σπάθα μου ρήξει κατά γης νεκρό το γέρικο κουφάρι

Πέντε χρονών πέφτει στο στρώμα το κορίτσι και δεν ξανασηκώνεται. «Δόξα σοι ο Θεός και μη χειρότερα», είπε πάλι η Δροσούλα. Και άμα στεγνώσανε τα δάκρυά της, πήρε τον μοναχογυιό της στην αγκαλιά και τον πήγε στην εκκλησία, ανήμερα του ΆηΣτυλιανού, που βαστάει ένα παιδί στην αγκαλιά του και διαφεντεύει όλα τα παιδιά της χριστιανοσύνης.

Ο χρόνος να μη σε 'βγάλη, ο μήνας να μη σ' εύρη, πέντε να είν' αι ώραις σου. Να σαβανώσης τον άντρα σου ανήμερα τη λαμπρή και να θάψης ταις &κλήραις σου&. Κακή τρομάρα και συμφορά να σας έλθη! Από πνίξιμο να μη γλυτώσης, από σεισμό και καταποντισμό να μη σωθής. Να πέση το έρμο σου να σε πλακώση, τα σκυλιά να σε τραβούν, τα φείδια να σε φάγουν, και του χρόνου να μη σώσης, αμήν, Παναγία μου.

Μ' όλη τους τη χολόσκαση που είχαν ανήμερα κιόλας θαμμένο το Χασάνη, τόσο τη χάρηκαν την πλερωμή αυτή της ζημιάς τους, που σκαρώσανε σωστό πανηγύρι τη βραδινή εκείνη στα δαδοφωτισμένα λημέρια τους. Ακούγουνταν οι ταρμπούκες και τα τραγούδια ως την κάτω την ενοριά, την ώρα που κάμανε γύρο κ' έβαλαν καταμεσής τη μαζώχτρα του Χουσεήνη, τη λυγερή την Ασήμω, και χόρεψε.

Μουκανίζουν και φριμάζουν και κλαιν, λες και μυρολογούν τα πεθαμένα τους. Μπλέχουν τα κέρατά τους άγρια αναμεταξύ τους, ανήμερα τουμπιώνται να σκοτωθούν. Ανταρέβουν και παρατρέχουν και βαρυπατούν, με φριχτήν ταραχή κι ανακύλησην άγρια, μανιασμένα κι ακράτηταπου τα κράζει, λέει, από τον Κατουκόσμο τω σφαγμένων αδερφιών τους το αίμα. — Είν' ανθρωπονόητα τα βόιδα! Ακούς;...