United States or Guam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αγάπη στα σπλάχνα τους δεν είχαν οι μικροπολίτες· δε ζεσταίνουνταν η ψυχή τους, δεν τους έβλεπες να κλαιν ή και να δακρίζουν, όταν καμιά ιδέα μεγάλη, μ' όλη της την ομορφιά, ξεφανερώνουνταν μπροστά τους. Παινιούνταν αναμεταξύ τους, γιατί ήθελε ο καθένας κάτι να φανή· παινούσε για να τον παινέσουν.

Παντού αταξία και μόνωσις, κ' εμπρός στα γόνατα μου με κλάμματα θα πέφτουνε τα ορφανά παιδιά μου κ' οι δούλοι την κυρία τους θα κλαιν την πεθαμμένη. Αυτά μέσα στο σπίτι μου με περιμένουν. Έξω θα βλέπω και θα λαχταρώ τους άλλους που θα ζουν με της γυναίκες τους. Γιατί η ομήλικες μ' εκείνην θα μου σπαράζουν την καρδιά.

Με την γαλάζιαν γούναν του την χονδρήν, με τον γαλάζιον κούκκον του τον βαρύν, καθήμενος οπίσω εις την πρύμνην, εκράτει σθεναρώς το πηδάλιον άδων συγχρόνως: Σαν αποθάνω, μάννα μου, 'ς το κύμα να με ρίξης . . . ν' αρθούν οι γλάροι να με κλαιν . . . — Μανώλη! Ηκούσθη και πάλιν φωνή κλαίουσα από του βράχου, φωνή πενθούντος, η φωνή της χήρας της Αλτανούς. — Μανωωωώληηη!

Πιο πολύ ο νους μας σκοτινιάζει, πιο βαρύ το έγκλημα γεννάται, πιο πολύ ο χάρος μάς τρομάζει, πιο πολύ ο άρρωστος φοβάται. Μα κι' οι τάφοι μένουν αδειανοί, κάθε μακαρίτης έξω βγαίνει.. άμα κοιμηθούν οι ζωντανοί, τότε εξυπνούν οι πεθαμμένοι. Σιωπή και φρίκη βασιλεύει! τώρα κλαιν τους άνδρας των η χήραις, κάθε λωποδύτης τώρα κλέβει, τώρα ρουχαλίζουν κι' οι κλητήρες.

Μα εσάς, Βοριά και Ζέφυρε, σας κράζει ο Αχιλέας να τρέξτε γοργοσίφουνοισφαχτά σας τάζει αν τρέξτεκαι να φτερώστε τη φωτιά, όπου βαλμένος στέκει 210 ο Πάτροκλος που οι Δαναοί κλαιν όλοι το χαμό τουΕίπε και φέβγει. Τότε οι διο σηκώθηκαν ανέμοι μ' αχούς και κρότους, κι' έσπρωχναν τα σύγνεφα μπροστά τους.

Τώρα για ιδέ το τέλος του, κύταξε τα στερνά του. — — Σώπα, παιδί μου, μη το λες, μου είπε απ' αγάλια εκείνη. Αυτός ποτέ δεν 'κούστηκε ν' αρπάζη, να ξεγδύνη. Γύρνα και κύτα' τα βουνά τον κλαίν 'σάν βασιληά τους, Και 'σάν αδέρφι τους πιστό η βρύσαις, τα κλαριά τους.

Άλλο τον παρασταίνει, ότι πολέμησε με εφτά χιλιάδες Τούρκους και στο τέλος να σκοτόνεται από απροσεξιά: « Κάτω στες κρύες Βρύσες, στα κρυονέρια, » Ψυχομαχάει ο Γιάννος τ’ Αντριανόπουλο, » Κομμένος, λαβωμένος και &ορικείμενος...& » Τούρκοι τον τραγουδούνε και Ρωμιοί τον κλαιν.

« 'Σ το δρόμο μ' όλα τα κλαριά » Βογγούσαν 'σάν να λέγαν: » — Άχαρη! .. 'πέθανεν, αυτός, » Ο φίλος σου, ο λατρευτός — » Και τα πουλιά να κλαίγαν.» « Να κλαιν, με μαύρα δάκρυα, » Και να 'μοιρολογάνε· » — 'Πέθανε! — Μ' έλεγαν κι' αυτά, » Και κλαίγαν 'μοιρολοστικά, » Αντί να κελαϋδάνε

Κλαίν' τα βουνά με τη χιονιά, κ' οι κάμποι το χειμώνα, Κλαίγει κι ο Πάλλας κλαίγεται, παρηγοριά δεν έχει.

Αλλοί του, πούν' στην Ξενιτειά και ξενοπαραδέρνει Δεν έχει μάννα κι' αδερφή κι' εμπιστεμένο ταίρι Να μαγειρεύουν του να τρώη, να πλένουν τα σκουτιά του Να στρώνουνε το στρώμα του, να πέφτη να κοιμάται Κι αν αρρωστήση ο δύστυχος και πέση στο κρεβάτι Να κλαιν στο προσκεφάλι του, να χύνουν μαύρα δάκρυα. Ξένες του μαγειρεύουνε, και πλένουν τα σκουτιά του.