United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα μουγκρίσματα ακούουν Λειονταριού, κη αυτοί σπαράζουν, Δεν γνωρίζουν και τρομάζουν Στο καλόν τους το πολύ. Ήρωας ο Βοναπάρτης Την Ελλάδα ν' αναστήση Και χωρίς ν' αργοπορήση Πέμπει ένα στρατηγόν· Του Αδριάτου τα πελάγη Τα πλεούμενα γεμίζουν Κάθε λύπην αφανίζουν Κάθε φόβον και κλαυθμόν. Φθάνουσι εις την Κερκύραν, Οι λαοί πανηγυρίζουν Το ελεύθερον γνωρίζουν Και κροτούσι με χαραίς.

Τους βλέπω εγώ, Διαμάντητου Βακογιάννη τα πλευρά, 'ς τα στήθια του Καλύβα Χτυπάει το κύμα και σκορπά. Τους έζωσε η πλημμύρα Και δε σπαράζουν απεκεί. Τρέχα να πης του Λάμπρου Να πάη μ' εξήντα διαλεχτούς... Φτερά... κ' η ώρα σφίγγει. Μήτρε μου! Το μιλλιόνι μου... Μας είδανε... Ο δερβίσης Στάθηκ' εμπρός και ρυάζεται... Κρατεί και δυο κεφάλια!.. — Εδώθε του Δεσπότη μας, ζερβιά του Παπαγιάννη.

Ήρθε να κλάψη τόρα·να θρηνήση ήρθε. Τα κοψίδια, που τόνε μοίρασε ο φριχτός του Σουλτάνου δήμιος, να μετρήση ήρθε! . . — Αχ ! Μεεέμο ! Μεεεέμο ! Μέμο ! Μέμο ! . . . Θεριά δακρύζουν στο κλάμα της ορφανής τρυγόνας. Πέτρες σπαράζουν στου πικρού χωρισμού της το θλιβερό στεναγμό. . . — Αχ ! Μεεέμο ! Μεεεέμο ! καημένε Μέμο ! . . .

Αν τόχει η μοίρα μου δεινά να με σπαράζουν πάντα. 290 Τον άντρα η μάννα μου η γλυκιά που μούδωκε κι' ο κύρης τον είδα απ' άσπλαχνο χαλκό σφαγμένο ομπρός στο κάστρο, και τρία αδέρφια μου που μια μας γέννησε μητέρα, κι' αφτοί οι καημένοι χάθηκαν, κι' οι τρεις την ίδια μέρα Όμως εσύ δε μ' άφινεςσα μούσφαξε τον άντρα 295 ο Αχιλέας κι' έκαψε το γονικό μας πύργονα κλαίω, μον πάντα μούταζες πως τέρι του κατόπι θα γίνω εγώ, και θα με πας στη Φτιά με τα καράβια να κάνεις τις χαρές μου εκεί.

Μούγκρισε τότες σα θεριό, κι' η μάννα του στα βάθια 35 πούμενε κάτου του γιαλού, στου γέρου της πατέρα, τ' ακούει και σπάει στα κλάματα, και του γιαλού οι νεράιδες μαζέβουνται όλες γύρω της, όσες βαθιά 'ναι κάτου, 38 και γιόμισε η πλατιά σπηλιά· κι' ενώ όλες τους τα στήθια 50 χτυπούσαν, τότε αρχίνησε τα μοιρολόγια η Θέτη «Ακούστε με τη χλιβερή, νεράιδες μου αδερφούλες, για να μου ξέρτε τι καημοί τα σπλάχνα μου σπαράζουν.

Πατινάδα έγινε και πήρε τους δρόμους, να μου τον απολωλάνη το νου μου. Τακούγω τα παιχνίδια! τακούγω τα ξεφαντώματα! Εκατό χηρώνε μυρολόγια δε σπαράζουν καθώς αυτά τα τραγούδια! Τρέλλα με συνεπαίρνει! Πέφτω, πέφτω, γκρεμνιούμαι, και τέλος δε βρίσκω. Κατακέφαλα πέφτω, τώρα λέγω πως θα κατακρίσω με τους βράχους και θα σκορπιστούν τα μυαλά μου, κι ως τόσο πετραδάκι δεν ανταμώνω μες στατέλειωτα βάθια.

Παντού αταξία και μόνωσις, κ' εμπρός στα γόνατα μου με κλάμματα θα πέφτουνε τα ορφανά παιδιά μου κ' οι δούλοι την κυρία τους θα κλαιν την πεθαμμένη. Αυτά μέσα στο σπίτι μου με περιμένουν. Έξω θα βλέπω και θα λαχταρώ τους άλλους που θα ζουν με της γυναίκες τους. Γιατί η ομήλικες μ' εκείνην θα μου σπαράζουν την καρδιά.