Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


Ακολούθως βλέπουσα ότι ο γαμβρός της, ο προκομμένος, δεν επήγαινε καλά εις τας υποθέσεις του, ότι είχεν αναγκασθή να πωλήση την πατρικήν οικίαν και να γείνη αγρομερινός, απεφάνθη·Δεν θα κάμης προκοπή, θυγατέρα. Επόμενον ήτο. Δεν είνε μικρόν πράγμα αυτό, να πάρης την τύχην της ορφανής, για να παντρευτής του λόγου σου. Αλλά πώς να κάμουμε πάλι; Πώς να ζήση κανείς; Ζωή είνε αυτό, πόλεμος είνε.

Τότε και η Αρφανούλα ήρχισε να εξυπνά. Όσα εξώδευε προς διατροφήν του αδελφού της και προς ενδυμασίαν, δεν υπελόγιζεν. Αλλά να ρίψη, χιλίας διακοσίας δραχμάς εις το πηγάδιον... τούτο την αφύπνισεν από του ληθάργου. — Έχει δίκαιον ο Μπάρμπα-Σταυρής, είπεν. Αλλ' αυτήν την φοράν ο Μπάρμπα-Σταυρής ηλέγχετο ότι αυτός έγεινεν αίτιος της μεγάλης αυτής ζημίας της ορφανής κόρης.

Στου χωριού τα σύγυρα αντίπερα, έξω στα Παρακήπια, έχει το φτωχικό ξωμάχι της η θεια Χρηστίτσα η καψόχηρα. Χωμένο μες τους βαθιούς τους ίσκιους τους πυκνούς τω δεντρικών, κρύβει πιστά στα βάθη του θερμά και αγαπημένα της ορφανής την παρθενιά τη λατρεφτή, τα κάλλη τα περίσσια, ταπάρθενά της όνειρα, γλυκά αδερφωμένα με της μάνας της αγλύκαντης τις άπλαστες γεροντικές ελπίδες.

Αι απελπιστικαί φωναί ήσαν της οικοκυράς, νέας ορφανής, ήτις έβλεπε την ζωήν της απειλουμένην από τον φρικτώτερον των θανάτων.

Έμενα ήδη ο αρχηγός και το μόνον στήριγμα της ορφανής οικογενείας μου• εγώ είχα να την διαθρέψω, εγώ να φροντίσω περί της αποκαταστάσεως των αδελφών μου, εγώ να γηροκομήσω την μητέρα μου. Αντί δε παντός πόρου και πάσης εργασίας είχα μόνον την δοθείσαν παρά του Νέγρη υπόσχεσιν, ότι θα με τοποθετήση όταν και αφού το Ναύπλιον αλωθή. Αλλ' εντός μου έλεγε κάτι, ότι το στάδιόν μου δεν ήτο εκεί.

Αλλ' ήδη εις τα ερεβώδη Λουτρά βαθέα της δύσεως Του λαμπρού βασιλέως, Των αέρων εβούτησεν Η εσχάτη ακτίνα. Και αλλάζει, ιδού, αμαυρόνεται Της νήσου η ράχη, ως πρόσωπον Νέας, ορφανής παρθένου, Υγρόν υπό το σύγνεφον Της δυστυχίας· Τα λυπημένα ομμάτια του Τότε αν σηκώση ο ναύτης, Βλέπει επάνω εις την χώραν του Τρέμον και μεσουράνιον Το πρώτον άστρον.

Προ του γάμου είχε τείνει το ους εις ανοήτους εισηγήσεις γυναίων τινών περί μαγείας και περί ποτίσματος γαμβρού, και διά μίαν στιγμήν είχεν ελπίσει διά φαρμάκων και φίλτρων ν' αποστρέψη την καρδίαν του μνηστήρος της από της ορφανής, της αντιζήλου, και να την ελκύση προς το μέρος της.

Ήρθε να κλάψη τόρα·να θρηνήση ήρθε. Τα κοψίδια, που τόνε μοίρασε ο φριχτός του Σουλτάνου δήμιος, να μετρήση ήρθε! . . — Αχ ! Μεεέμο ! Μεεεέμο ! Μέμο ! Μέμο ! . . . Θεριά δακρύζουν στο κλάμα της ορφανής τρυγόνας. Πέτρες σπαράζουν στου πικρού χωρισμού της το θλιβερό στεναγμό. . . — Αχ ! Μεεέμο ! Μεεεέμο ! καημένε Μέμο ! . . .

Όταν δούλευε με την αργατειά, αυτή έσερνε πάντα το τραγούδι, και τραγουδούσε όλο ξενιτεμένα τραγούδια, για τον ξενιτεμένο τον γυιό της, που πάντα έρχονταν σε χρυσοκάπουλη μούλα, και ποτέ δε φαίνονταν! Όλος ο κόσμος, άντρες και γυναίκες, την ψυχοπονιώνταν την καημένη την κάκω-Μήτραινα, κι' έλεγαν μέσα τους: — Ο Θεός να της αυγατάη την ελπίδα της ορφανής!

Μετεκομίσθημεν λοιπόν εις του νέου φίλου μας την οικίαν και ελάβομεν κατοχήν των ευρυχώρων και καθαρών δωματίων της. Ο πατήρ μου ησθάνετο εκλιπούσας τας δυνάμεις του• ίσως προέβλεπε του θανάτου την προσέγγισιν και δεν ήθελε ν' αποθάνη πριν ίδη εξασφαλιζόμενον της ορφανής οικογενείας του τον άρτον.

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν