Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Η θάλασσα ασπρογάλαζη, εκαθρέφτιζε τους ίσκιους των νησιών και αυλακωνόταν από τα ρέματα, σαν πλατύς κάμπος κιμωλίας, ζωσμένος από δρόμους και μονοπάτια.

Μη να τον εύρη δεν 'μπορεί; — Όχι· δεν είναι τούτο·είναι χωλή· κι’ ο Έρωτας, υπομονήν δεν έχει, και θέλει ταχυδρόμους του τους στοχασμούς, που τρέχουν δέκα φοραίς πλέον γοργοί από ακτίνα ήλιου, όταν τους ίσκιουςτα βουνά τα βουρκωμένα διώχνη· και διά τούτο πτερωτόν τον Έρωτα τον έχουν, και περιστέρια τον τραβούν, και φεύγει 'σαν αέρας. — Έκαμ' ο Ήλιος το μισόν ημεροκάματόν του κ' ευρίσκεταιτου δρόμου του την κορυφήν φθασμένος.

Σε λιβάδια που η φύσι Πλούσια είχε θησαυρίση ίσκιους, χλόαις, κλαριά, χορτάρια, Δροσερά νερά καθάρια, Μια Φοράδα ηληκιωμένη Οχ τη μοίρα απολαβαίνει Τ' αγαθά όλα ανταμομένα, Με τη μοναχή της γέννα. Κι' απερνούσε την ημέρα Σα φιλόστοργη μητέρα, Με πολλή ευχαρίστησί της Ν' αναθρέφη το παιδί της. Το ανήλικο Πουλάρι Σε μιας τόσης τύχης χάρι Βρίσκει πάσαν ηδονή του Εις την άσκοπην ορμή του.

Οι δυο ίσκιοι ζώνανε ολάκερη τη ζωή μου και το σφάλμα μου είτανε πως δεν μπορούσα να πάρω τον ήλιο από τον ουρανό, για να διώξω τον έναν από τους ίσκιους. Αυτό είταν το σφάλμα μου κ' η αυταπάτη μου. Γιατί δεν έβλεπα με ανοιχτά μάτια. Δεν άκουγα με αυτιά που ακούγανε. Έβλεπα μόνο τον πόθο μου, άκουγα μόνο τη φωνή του ονείρου μου, που νοσταλγούσε τη ζωή.

Αλλέως δεν θα μ' ετσιμπούσαν, δεν θα μ' ετρόμαζαν μ' ίσκιους, δεν θα μ' έμπηχναν στο βούρκο, δεν θα έκαιαν ωσάν δαυλιά στα σκοτάδια, να με παραστρατήσουν, ανίσως εκείνος δεν τους επρόσταζε.

Στους ίσκιους πέρα τους βαθιούς, μες τα πυκνά τα φύλλα σκεπασμένα, αθώρητα και μυστικά, ονειρεφτά και πολυζήλεφτα, είνε τα μαγικά λημέρια της αγάπης. Κάθε απόσπερο, που θα καλαψηφόση, προφυλαγμένος από κάθε μάτι προδοτικό, μες το βαρύ σκοτάδι τυλιγμένος, γλυστρά πάνω απ το λόγκο, περνά μέσα στους σύδεντρους τους κήπους, πηδάει τις ποριές ελαφρός σαν ίσκιωμα απονύχτερο.

Γερμένα τα δέντρα πάνω στο νησί, φωτολουσμένα κι αφτά κάτω από τα λαμπρό φεγγάρι, εκρέμαγαν φανταχτερές πλεξούδες τα κλωνάρια τους απάνου στου γιαλού τακίνητα τα πλάτια, κ' εμάκρεναν τους πυκνωμένους ίσκιους τους κάτω στην ασημένια πλάκα. Εχάιδεβαν τα ολόγλυκα αργυρόφωτα τις ρειπωμένες τάπιες του Χαλασμένου κάστρου πάνω στο νησί· εξέκοβαν, εξέσερναν κάτω μαλακά, στα σωριασμένα πάνω τα χαλάσματα.

Το πολύ το κάμνουν και στη λαχτάρα του απάνω κυνηγάει τύχη και καλοπέραση, εκεί που δε βγαίνει παρά φτώχεια, ταπείνωση και κακομοιριά. Κυνηγάτε ίσκιους, καλοί Αθηναίοι! Είναι κι αυτό κατιτίς. Εμείς οι Τουρκομερίτες μήτε ίσκιους δεν κυνηγούμε!

Παράλυτος κάθεται ο καπετάνιος στον βράχο του· θέλει να σύρη το χέρι στ' άρματα και το χέρι στέκει ακίνητο σαν αλισοδεμένο στην πέτρα. Θέλει να βγάλη φωνή· μα του είνε αδύνατον. Γυρίζει το βλέμμα ζερβόδεξα να ιδή τους συντρόφους και ξεχωρίζει μαύρους ίσκιους που τρέχουν και πηδούν αναμαλλιασμένοι, θεότρελοι από τον φόβο τους.

Μακρυά από την πραγματικότητα και με τα μάτια γυρισμέν' από τους ίσκιους του σπηλαίου η Τέχνη ξεσκεπάζει την τελειότητα τη δική της και ο έκπληκτος όχλος, που βλέπει το άνοιγμα του θαυμαστού πολυπέταλου ρόδου φαντάζεται πως η δική του ιστορία είναι εκείνη που ανιστοριέται εκεί, το δικό του πνεύμα εκείνο που βρίσκει νέα μορφή. Όμως δεν είναι αυτό.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν