United States or French Polynesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχα ακούσει για ταγρίμια τω βουνώ μας, είδος άγριες αίγες, μεγαλείτερες από τις ήμερες, που τρέχουν σα λάφια και πηδούν βάραθρα φοβερά, αλλά δεν έτυχα να δω. Τότε ήσαν ακόμη, αλλ' έως σήμερο λιγόστεψαν πολύ, με τη μεγάλη καταδίωξη που τους έκαμαν οι κυνηγοί. Δεν είδα κανένα κείχα απελπιστή αν θάβλεπα.

Ή πώς αλλέως; Λέγει δε αυτός ότι όλα τα νεαρά, διά να ειπούμεν ούτω πως, και με τα σώματα και με τας φωνάς δεν ημπορούν να ησυχάζουν, αλλά ζητούν πάντοτε να κινούνται και να φωνάζουν, και άλλα μεν πηδούν και σκιρτούν, ως να χορεύουν ηδονικώς και να παίζουν, άλλα δε φωνάζουν όλας τας φωνάς.

Είδε όμως μια μικρή φιγούρα, γκρίζα και μακρουλή, ακολουθούμενη από μια άλλη σκουρότερη και κοντύτερη να πηδούν, σαν να πετούσαν, από τον ένα θάμνο στον άλλο γύρω από την καλύβα και να εξαφανίζονται χωρίς να τους δίνουν το χρόνο ν’ αρπάξουν καμιά πέτρα για να τις χτυπήσουν. Σηκώθηκε και ο Έφις. «Είναι οι αλεπούδες», είπε χαμηλόφωνα. «Άστες να φύγουν. Κάνουν έρωτα.

Παράλυτος κάθεται ο καπετάνιος στον βράχο του· θέλει να σύρη το χέρι στ' άρματα και το χέρι στέκει ακίνητο σαν αλισοδεμένο στην πέτρα. Θέλει να βγάλη φωνή· μα του είνε αδύνατον. Γυρίζει το βλέμμα ζερβόδεξα να ιδή τους συντρόφους και ξεχωρίζει μαύρους ίσκιους που τρέχουν και πηδούν αναμαλλιασμένοι, θεότρελοι από τον φόβο τους.

Τώρα, την έχασα διά παντός! Ω Κορδηλία, στάσου, μη φεύγεις, Κορδηλία μου, ακόμη... Α! Τι λέγεις... Ήτον γλυκειά, ήτον σεμνή και ήσυχη η φωνή της, και είναι τούτο στολισμός μεγάλοςτην γυναίκα!... Εκείνον οπού σ' έπνιξε του πήρα την ζωήν του! ΑΞΙΩΜ. Αλήθεια. Τον εφόνευσε; ΛΗΡ Δεν είν' αλήθεια; Πε το! Ήτον καιρός που έφθανε το κοπτερόν σπαθί μου να κάμη όλους να πηδούν!

Άλλοι εις άλλα μέρη ευρίσκονται εις μεγάλην κίνησιν και ενώ φαίνονται ότι τρέχουν, πηδούν και μένουν εις το αυτό μέρος ή πηδούν υψηλά και λακτίζουν τον αέρα. Θέλω λοιπόν να μάθω ποίον καλόν σκοπόν δύνανται να έχουν αυτά. Εις εμέ φαίνεται μάλλον ως τρέλλα το πράγμα και δεν θα δυνηθή κανείς εύκολα να με πείση ότι είνε στα καλά των αυτοί που τα κάνουν αυτά.

Μηδέ έμειναν κι' οι άλλοι εκεί παραταγμένοι Τρώες στ' αμάξια μέσα, μον πηδούν όξω όλοι σαν τον είδαν. Τότε οι κοσμάκουστοι βοηθοί κι' οι άλλοι οι Τρώες όλοι 108 την άκουσαν τ' αψέγαδου τη γνώμη Πολυδάμα· μα ο Άσος, του Αρτάκου ο γιος, ο στρατηγός των Τρώων, 110 ν' αφίσει εκεί δεν ήθελε τον παραγιό και τ' άτια, μον με τ' αμάξι πέρασε.

Κι' απ' το καστρί όταν άκουσαν κοντά στα βόδια αντάρα 530 σα δικαζόντουσαν μπροστά στους γέρους καθισμένοι, πηδούν στ' αμάξια μέσα εφτύς και τρέχουν ναν τους πιάσουν. Κι' όταν σε λίγο ζύγωσαν, παράταξαν τους λόχους κοντά στην ακρορεματιά, και πιάνουν στέρια μάχη κι' ένας τον άλλον κάρφωνε με το χαλκένιο τ' όπλο.

Σαββάτο βράδι είταν την ώρα που κουρνιάζουν οι κότες, π' ανάβουν τους φούρνους τους οι χωριάτισσες για το ψωμί τους, που παίζουν τις αμάδες και πηδούν τις τρεις τα χωριατόπουλα, πόρχουνται καταποσταμένοι απ' τα χωράφια τους με τ' αλέτρια τους και τα ζώα τους οι χωριάτες.

Πώς από λάμψη πυρκαγιάς σηκώνουνται οι ακρίδες κι' ορμούν κατά τον ποταμό, κι' η φλόγα μιας ξεσπάσει καίει πάντα ακούραστη, κι' αφτές πηδούν το κύμα κύμα· έτσι κι' απ' του Πηλιά το γιο κυνηγητοί, του Ξάνθου 15 το λάλο ρέμα γιόμισαν ανάκατα άντρες κι' άτια.