United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα βουνά έλεγα πως επρόβαιναν να το καμαρώσουν· τα κύματα πώς έτρεχαν υποταχτικά να στρωθούν στην καρίνα του. Και από τόρα με τη φαντασία ετελειώναμε το ταξείδι. — Την τάδε ώρα στον Καβογρόσο· έλεγεν ο γραμματικός λογαριάζοντας. Αύριο πρωί στον Καβομαλιά· αύριο βράδυ στον Καβοντόρο· αντιμεθαύριο στα Δαρδανέλια· σε οχτώ ημέρες στον Ποταμό.

Πού 'με 'δες κ' εγύριζα, είπε με δυσφορίαν αδικημένου ο Μανώλης. Οι μαστόροι αργήσανε να σκολάσουνε ύστερα πήα στον ποταμό και πλύθηκα κιαπού τον ποταμό ήρθα ντρέτα στο σπίτι. — Εμένα, μωρέ, θα τα πουλήσης αυτανά; Όντεν επήαινες εσύ εγύριζα 'γώ.

Ήρθαμε στην πηγή για να πιούμε, όχι να γείνουμε πλάτανοι και να ριζώσουμε δίπλα της. Τώρα πρέπει να κατεβούμε το ρέμα, να μπούμε στον ποταμό, να πάμε στο πέλαγο. Πρέπει να δούμε τη μεγάλη τη Ρωμιοσύνη. Την είδαμε, θα πης, χίλιες φορές με τα μάτια μας. Μα αυτό δε σημαίνει. Ο σκοπός είναι με &κλειστά μάτια& να τηνε δούμε, με το νου μας να τηνε δούμε τη Ρωμιοσύνη. Τα μάτια πλανεύουνε.

Όλον τον νου τους τον είχαν στο ίσκιωμα και πλειότερο εκείνες, που πήγαν το βράδυ στον ποταμό για νερό. Η μια έλεγε πως είδε, ότι το ίσκιωμα είχε γένεια μακρυά, ως τα γόνατα, η άλλη, ότι είχε κάτι νύχια, Παναγιά μου! μακρυά και σουβλερά μια πιθαμή μακρύτερα από τα δάχτυλά του, άλλη, ότι το μουλάρι δεν είχε ουρά, κι' εκείνο το πράμμα, που φαίνονταν σαν ουρά είταν η ουρά του ισκιωματιού.

Ο θαυμασμός του πρωτομάστορα έδωκεν εις τον Μανώλην το θάρρος να επιχειρήση άλλον διαφορετικόν άθλον. Μίαν ημέραν ιδών τον Τερερέν διερχόμενον είπε προς τον Καρπάθιον: — Μάστορα, να σου πιάσω τον Τερερέ να τόνε ρίξω στον ποταμό, σαν ποντικό; Ο Καρπάθιος τον απέτρεψεν, αλλ' ο Συκολόγος τον ενεθάρρυνε διά νευμάτων. Ο Μανώλης όμως δεν ήθελε παρακίνησιν.

Γιατί η καινούργια λεύκα δεν έμοιαζε με τα άλλα δένδρα, δεν είχε τα σημάδια των αδερφών της, ούτε στο κορμί της το παράξενο, ούτε στο αγκάλιασμα των κλαδιών της, ούτε στο σάλεμα των ψηλών κλώνων, όταν οι αγαπημένοι άνεμοι πετούσαν τρελλοί να χαιρετήσουν το ΓέροΠοταμό με τα ευτυχισμένα τα παιδιά του. Η καινούργια λεύκα ήταν ένα δένδρο που αγαπούσε να παίρνη ανθρώπινες μορφές.

Κατέβηκα τον ποταμό, έως εις ένα αγροτικό σπίτι· αυτός ήτον και άλλοτε ο δρόμος μου και τα μέρη, όπου εμείς τα παιδιά εγυμναζώμεθα να παίζωμεν πεταλίδες στο νερό.

Πρέπει τώρα να του χτίσουμε γρήγορα καμιά πόλη καινούρια, περίφημη σαν την πρώτη που είδε ξαναμορφωμένη σαν τον ποταμό, για να καμαρώση το ποτάμι και τα δικά μας τα μεγαλεία. Την πρώτη πόλη ο ποταμός πια δε θα την ξαναδιή· για τούτο πρέπει σήμερα να κάμουμε πόλη δική μας, γιατί σ' αφτό τον κόσμο που γίνουνται όλα τα πράματα, ένα μόνο δεν μπορεί να γίνηνα παν πίσω τα ποτάμια.

Το πρωί βγήκε ο Πάλμος να πάρη λουτρό στον ποταμό. Άξαφνα φαίνεται πως τον παράσυρε το ρέμα. Κολυμπούσε και προσπαθούσε να φύγη από το μέρος εκείνο. Έπειτα ξάπλωσε τα χέρια και πια δεν τον είδαν. Όταν έφεραν το νεκρό του, έμοιαζε σαν αποκοιμισμένος. Δεν μπορούσε κανένας να πη αν πνίγηκε άθελα ή όχι. Είταν άξιος κολυμπιστής.

Μέσα σε κάθε γλώσσα φαίνεται κι ο άθρωπος που την έκαμε· η γλώσσα αντανακλά την ψυχή του, σαν τον ποταμό. Αλλάζουν οι τύποι, κάποτες κ' οι λέξες, μα οι γλώσσες μνήσκουν πάντοτες οι ίδιες. Ο ποταμός ο δικός μας απάντησε στο δρόμο που πήρε μια πόλη μεγάλη, μια αιώνια φιλολογία.