Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Μερικές φορές κάποιος από αυτούς έπαιρνε το θάρρος και προσπαθούσε να τον βοηθήσει, να τον κατεβάσει από το τοιχάκι, χωρίς να τα καταφέρνει. Και άρχισε να αισθάνεται άσχημα από την παρουσία τους. Έστρεψε το πρόσωπο προς τα πέρα και κοίταξε από την άλλη μεριά την ομιχλώδη κοιλάδα.
Αφού ετέλεσε τους γάμους ηύρεν αυτή εις τον άνδρα της έξω από τα πλούτη του μίαν αγάπην καθαράν και στερεάν. Ο Ταμίμ ήτο όλος δοσμένος εις την αγάπην της και πάντα προσπαθούσε με κάθε τι να την ευχαριστήση· και ήτο τόσο ευχαριστημένος, εις το να του έτυχε μία τέτοια φρόνιμη και ωραία γυναίκα, που εστοχάζετο να ήτον ο πλέον ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου.
Ο Charles Dickens ήταν αρκετά αποθαρρυντικός και συνειδητά μάλιστα όταν προσπαθούσε να κινήση τη συμπάθειά μας προς τα θύματα της διαχειρίσεως της Δημοσίας Αρωγής.
Τώρα όλα τελείωσαν…» «Τι θα κάνεις τώρα;» «Τι θες να κάνω; Θα μείνω εδώ περιμένοντας το θάνατο. Τα έχω μαζί μου όλα, η ψυχή μου να σωθεί.» «Μπορώ να σε πάω μέχρι το Νούορο», είπε ο Έφις, και ξαφνικά άρχισε να κλαίει. Σκυμμένος επάνω στον ετοιμοθάνατο προσπαθούσε να τον ξαναζωντανέψει βρέχοντας τα χείλη του με το ποτό που άφησε η γυναίκα και το μέτωπό του με ένα κουρέλι βουτηγμένο στο κρασί.
Η μαμά δεν ήθελε να πη κακό για το σκύλο, προσπαθούσε μόνο να τον πείση πως ο σκύλος δεν μπορεί ποτέ να είναι το ίδιο μ' έναν άνθρωπο. Του έλεγε όσα μπορούσε να του πη. Ο Σβεν την αγκάλιαζε και της έταζε πως δε θα ξαναφύγη και δε θα ξανακάμη τη μαμά να λυπηθή.
Σε καθρέπτην ένας Γάτος Αλλον όμιον του θαρρούσε· Με παιγνίδια πάει τρεχάτος, Να τον φτάκη προσπαθούσε. Το γιαλί τον εμποδάει· Θιαμασμένος απομνήσκει· Αποπίσω ευτύς περνάει· Μόν κι' εκεί δεν τον ευρίσκει. Μεταέρχεται, κυττάζει, Και τον βλέπει ομπρός του πάλι· Σταματάει, συλλογιάζει, Και ταράζει το κεφάλι· Και οχ το φόβο μη του φύγη Αντα φέρη αυτός τη γύρα, Εστοχάστη στο κυνήγι.
Αύριο θα ξαναφυσήση πάλι. ΔΩΡΑ — Δεν είναι αυτό, μπαμπά μου. Μα, δεν ξέρετε, είδα κάτι τι τώρα που μου χάλασε όλη τη διάθεση. Είδες κάτι τι; Τι είδες, παιδί μου; ΔΩΡΑ — Τώρα που ανέβαινα τη σκάλα είδα μια κυρία κάτω στην είσοδο. Κρατούσε το μαντύλι στο πρόσωπό της και προσπαθούσε να κρύψη τα δάκρυά της. Φαινότανε πολύ δυστυχισμένη. Αν ξέρατε τι κακό που μούκανε. Αι, παιδί μου!
Η καρδιά σκιρτούσε, σαν να προσπαθούσε κάθε φορά να ανυψωθεί κι έπειτα έπεφτε αμέσως κάτω. Και το σκοτάδι πύκνωνε ολοένα. Κάθε σύννεφο, περνώντας από τον κοντινό ορίζοντα, άφηνε ένα πέπλο, ο άνεμος λυσσομανούσε πίσω από την εκκλησία και όλοι οι θάμνοι, μ’ ένα χρώμα μεταλλικό πράσινο, σείονταν προεξέχοντας πάνω από την κοιλάδα, σαν να ήθελαν να φύγουν, κυριευμένοι από μια έκρηξη θλίψης και τρόμου.
Μια μέρα, οι άνεμοι έπεσαν, και τα πανιά κρεμόντανε, χαλαρωμένα, σ' τα κατάρτια. Ο Τριστάνος είπε κι' άραξαν σ' ένα νησί. Βαρυεστημένοι από τη θάλασσα, οι εκατό ιππότες της Κορνουάλλης και οι ναυτικοί κατέβηκαν στην παραλία. Μοναχά η Ιζόλδη με μια μικρή υπηρέτρια είχανε μείνει στο καράβι. Ο Τριστάνος ήρθε στη Βασίλισσα και προσπαθούσε να γαληνέψη την καρδιά της.
Ακίνητη πλάι στην εξώπορτα, η Νοέμι προσπαθούσε πάντα να ράψει, με το κεφάλι σκυμμένο πάνω από το πανί που αντανακλούσε το κόκκινο του ουρανού πάνω από το βουνό. «Τι θέλετε, λοιπόν;» «Θα σας πω. Εσείς τα ξέρετε όλα. Τα παιδιά αγαπιούνται. Εγώ λέω: εάν αγαπιούνται, γιατί να τα εμποδίσουμε; Μήπως δεν αγαπήσαμε κι εμείς όταν ήμασταν νέες; Ο καιρός όμως περνά, κυρά μου, και το παλικάρι παραξενεύει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν