United States or United Arab Emirates ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενώ εζητούσε να με ησυχάση, άνοιξεν η πόρτα κ' εμπήκεν ένας μισόκοπος καμαρωμένος και γελαστός, με ώμορφη χωρίστρα, με μόσχο εις το μαντύλι και χείλια χονδρά σαν αράπης. Ο συνταγματάρχης τον έκραξε σιμά του, άρχισαν να κρυφομιλούν, κ' έπειτα γυρίζει και μου λέγει· «Πήγαινε απόψε στας πέντε να εύρης τον κύριον δημοτικόν σύμβουλον, που έχει θέσι για σένα». Φαντάζεσαι ό'τι δεν έλειψα.

Μια φορά έβαλε στοίχημα με κάποιον να κάμη τους μισούς Χριστιανούς να κλαίνε και τους άλλους μισούς να γελούν. Ο πειρασμός τον έσπρωξε να εμπαίξη τα θεία, χωρίς να το καταλάβη. Ανέβηκε λοιπόν απάνω στον άμβωνα, γυρίζει προς το Ιερό, κι' αρχίζει να λέη τα βάσανα που περιμένουν τους αμαρτωλούς στην άλλη ζωή. Έβγαλε και το μαντύλι του, όπως συνήθιζε, κι' άρχισε να σκουπίζη τα δάκρυά του.

Αύριο θα ξαναφυσήση πάλι. ΔΩΡΑΔεν είναι αυτό, μπαμπά μου. Μα, δεν ξέρετε, είδα κάτι τι τώρα που μου χάλασε όλη τη διάθεση. Είδες κάτι τι; Τι είδες, παιδί μου; ΔΩΡΑΤώρα που ανέβαινα τη σκάλα είδα μια κυρία κάτω στην είσοδο. Κρατούσε το μαντύλι στο πρόσωπό της και προσπαθούσε να κρύψη τα δάκρυά της. Φαινότανε πολύ δυστυχισμένη. Αν ξέρατε τι κακό που μούκανε. Αι, παιδί μου!

Τράβα να πάμε προς εκεί: αν είνε Τούρκ' ή φίλοι Θα τους ιδούμε από μακρά. — Γυρνάει το καΐκι Κι' αυτός το σπρώχνει προς εκεί. Μεριάζει από τα φύκη, Κ' έρχεταιτην ακρογιαλιά, και τα κουπιά μαζώνει. Βλέπουν εκείθετο γιαλό άνθρωπο να σιμώνη, Και τ' άσπρο το μαντύλι του κουνώντας τους φωνάζει: — Παιδιά! Αν είστε χριστιανοί, ελάτε· μη σας σκιάζει Η παρουσία μου εδώ.

Ανάθεμα τα γηρατειά κι' εκείνον οπού τάχει!... το ένα κι' άλλο μάτι μου τρεμόσβυστο καντύλι, γουργούραις, ξεφυσήματα, κι' αδιάκοπο συνάχι, που κάθε δευτερόλεπτο αλλάζω και μαντύλι. Ανάθεμα τα γηρατειά!... βογγώ λαχανιασμένος και τίποτα δεν 'βρίσκεται για να με ξεκουράση... ας είναι δεκατέσσαρες φοραίς αφορισμένος εκείνος οπού εύχεται ανθρώπου να γεράση.

Φόρεσε τα παπούτσια του, σκεπάστηκε μ' ένα μποξά από κεφαλής, χωρίς καμηλαύκι, άρπαξε ένα κόκκινο μαντύλι με το πετραχήλι του, κλείδωσε την πόρτα απ' όξω και κατεβήκανε τις σκάλες, μπροστά ο Αλυφαντής και πίσω ο παπάς. Η εκκλησία ήτανε κοντά. Η βροχή είχε πάψει· πού και πού ανάρηες σταλαγματιές πέφτανε από έναν ουρανό, κατάμαυρο, σαν πίσσα. — Σύρε κ' έφτασα. Να πάρω τ' Άγια Μυστήρια.

Άξαφνα-άξαφνα μεμιάς κόβει τη συλλογή του, Και: — Στάσου, κράτα τα κουπιά! — κράζει του καϊκτσή του. — 'Στό δώθε του Μεσολογγιού, του λέει, τ' ακραγιάλι Έν' άσπρο-άσπρο και μικρό απ' τη στερηά προβάλλει. — — σώπα, θα νάνε φάντασμα, — αυτός τ' απολογέται. — Όχι. Πώς κυματίζεται δε βλέπεις, πώς κουνιέται; Κ' είνε γερμένο προς εμάς. Σημαία ή μαντύλι.

Γιατί πιστεύει ο 'Μέρ-πασάς, τώμαθε από προδόταις, Πως θάνε οι φυλαχτάδες σαςταις εκκλησιαίς μας τότες. Σύρτε και πέτε τους εσείςτην εκκλησιά μην 'πάγουν, 'Σ τα τείχηα να φυλάγουν. Σύρτε και πέτε τους, παιδιά· γιατ' ο Θεός με στέλλει. Το Μεσολόγγι να χαθή δεν θέλει Αυτός, δεν θέλει! — Είπε και το μαντύλι του κουνώνταςτον αέρα Εχάθηκε μέσ' 'ςταίς λακαίς και μέσ' 'ςτά σχίνα πέρα.