United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν την έβλεπες πώς επηδούσε, αν την άκουες πώς εμούγκριζε και αγκομάχα, πώς εσυνέπαιρνε ό,τι εύρισκεν εμπρός της, πώς έκοβε τα σχοινιά, πώς έσπαζε τα σίδερα χωρίς να παθαίνη τίποτε, θα επίστευες πως ήταν ο διάβολος σωστός. — Το 'κόνισμα παιδιά· το 'κόνισμα! φωνάζει ο ναύκληρος υποψιασμένος. Καθώς άκουσε το εικόνισμα, ελύσσαξεν ο τρισκατάρατος. Έκανε ολάκερο ξύλο να τρέμη σαν το φυλλοκάλαμο.

Ο γείτονάς μου ο Κωνσταντής ο Ρήγας, έξυπνος και κοσμογυρισμένος άνθρωπος, άμα ιδή να γεννηθή κανέν αγόρι στη γειτονιά, και βλέπει της γυναίκες κι' όλους τους συγγενείς νάχουνε χαρές, συνειθίζει να λέη· «Χαρήτε, βρε παιδιά· γεννήθηκε κι' άλλος χαμάληςΑκολούθως ηρώτησα την εξαδέλφην μου αν τυχόν συνέβησαν και άλλα τινά περίεργα εν σχέσει με την υπόθεσιν ταύτην. Η Μαχούλα απήντησεν·

Έκαμε τρεις σταυρούς, και ήλθεν εις την όψιν του. Κατέβαινε κάτω, ταλαντευόμενος, προσπαθών να ψαύη με τας χείρας και με τους πόδας τον βράχον. Μίαν φοράν εκτύπησε το δεξιόν πλευρόν όχι πολύ σφοδρώς, κατά του βράχου. — Αγάλια-αγάλια! μαλακά, παιδιά· εκέλευεν ο Αγκούτσας. Λάσκα, λάσκα· καλούμα! — Πού έμαθες πώς μιλούν οι καραβάδες, διαόλ' Αγκούτσα; είπεν ο Περηφανάκιας.

Τα πτηνά άνωθέν των έφρασσον τον ορίζοντα αλληλοσφαττόμενα και τα πούπουλα και το αίμα των κατερρύπαινε τα παιδία· οι βροντώδεις κρωγμοί των τα επάγωνον, η βοή της λίμνης τα κατετρόμαζεν, τ' αεικίνητα νερά τα κατεζάλιζον. Όταν δ' εξήλθον της λίμνης, δεν ήξευρον και αυτά πώς εσώθησαν.

Και ρίχνονται όλοι απάνω μου, με ψηλαφούν, σφίγγουν τα κρέατά μου, κινούν τα μπράτσα μου και ακόμη δεν πιστεύουν πως είμαι γερός. — Μα τραβάτε, παιδιά· λέγω στενοχωρημένος· το δέντρο εκόπηκε. Ρίχνονται στα κουπιά· τραβούν με δύναμι. Ναι! Αντί να σύρη εμπρός πίσω πηγαίνει το καΐκι μας. — Μωρέ μας γελάς· λέγει ο καπετάνιος αγαναχτισμένος· τι μολογάς πως έκοψες το γιούσουρι;

Και η καλή η μήτηρ της προθυμότατα έδιδεν ανά δύο αρτιβαφή αυγά εις όλα τα παιδία· δύο αυγά κόκκινα, και τι ευτυχία! τι νίκη! ενώ η μάμμη εφώναζεν ότι αρκετά παιδία ήλθαν, και αρκετά ετραγούδησαν, και ότι έπρεπε να υπάγουν και αλλού.

Μου είπεν ότι πολύ κακά έκαμεν η Καρολίνα· ότι δεν έπρεπε κανείς να απατά τα παιδιά· ότι τα τοιαύτα δίδουν αφορμήν εις απείρους πλάνας και δεισιδαιμονίας, από τας οποίας πρέπει κανείς ευθύς εξ αρχής να προφυλάττη τα παιδιά. — Τώρα θυμήθηκα πως ο άνθρωπος εβάπτισεν ένα παιδί του προ οκτώ ημερών· γι' αυτό δε επέμεινα και στάθηκα μέσα στην καρδιά μου πιστός εις την αλήθεια: Πρέπει να φερώμεθα προς τα παιδιά όπως ο Θεός προς ημάς, που μας κάνει ευτυχεστάτους όταν μας αφίνη να ζούμε μέσα σε γλυκειές πλάνες.

Παραδίδονται εις παν είδος ηδυπαθείας περί της οποίας ακούουσι να γίνεται λόγος· τοιουτοτρόπως δε έμαθον από τους Έλληνας να συνευρίσκωνται με παιδία· έκαστος αυτών νυμφεύεται πολλάς νομίμους γυναίκας, δύναται δε να έχη πολύ περισσοτέρας παλλακίδας. Μετά την εις τας μάχας ανδρείαν θεωρείται ανδραγαθία να γεννήση τις πολλά τέκνα.

Ποτέ δεν έπαιζε με τα άλλα παιδιά· τότε μόνον επήγαινε μαζί των, όταν ο παππούς τον έστελνε κάτω από το βουνό να πωλήση εμπόρευμα και ο Ρούντυ δεν έτρεφε καμμίαν ιδιαιτέραν αγάπην εις το εμπόριον· εκείνο διά το οποίον ησθάνετο ευχαρίστησιν, ήτο να αναρριχάται επάνω εις τα βουνά ή να κάθεται κοντά εις τον παππούν του και να τον ακούη να του διηγήται για τα παληά τα χρόνια και για τους ανθρώπους, που κατοικούν τον γειτονικόν τόπον Μάιρινγκεν, που ήτο ο γενέθλιος του παππού τόπος.

Καθ' όσον όμως είναι δυνατόν να πιθανολογήση τις τας ζημίας αμφοτέρων των μερών, από μεν τους Έλληνας εφονεύθησαν έως είκοσιν, επληγώθησαν έως εβδομήκοντα και επιάσθησαν ζώντες έως πεντήκοντα, εκ των οποίων δέκα μεν ήσαν άνδρες, αι δε λοιπαί γυναίκες και παιδία· από δε τους εχθρούς εζωγρήθησαν μεν ολίγοι, εν οις όμως ο πρώτος των πυροβολιστών του Κιουταχή, εφονεύθησαν δε υπέρ τους τριακοσίους και επληγώθησαν πολύ περισσότεροι.