United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Τι είπες ; Ω ! πολύ φρικτόν λόγον επρόφερες και εφαντάσθης άμα, βασίλισσα. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Μη ταράττεσαι. Μάλλον αποκρίσου μοι εις ό,τι σε ηρώτησα. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Εάν θέλης να σοι απαντώ λογικώς, πρέπει συ πρώτη ευλόγους ερωτήσεις να μοι απευθύνης. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Είναι τοιαύται. Μη διεκφεύγης λοιπόν, αλλ' αποκρίσου. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Ω μοίρα και τύχη και δαίμον μου απαίσιε !

« — Τ' Αλή πασσά!.. — «'Σ τη 'θύμησι Μόνον τ' ονόματός του Το μέτωπο μου ίδρωτας Με μιας 'σκέπασε κρύος. « Τις είσαιΤον ηρώτησα. » Και 'ς τ' όνομά σου ποίος;» » Του Εωσφόρου , φώναξε, » Είμαι ο πρώτος υιός τουΚαι τον επαρακάλεσα, Να πάω να μ' αφίση.

« — Ποια ζήλια; — τον ηρώτησα. » — Η ζήλια απ' την αγάπη, » Πούχασένα, Ανθή, εγώ » Μου λέει και δάκρυ ένα γοργό » Του γλύστρησε απ' το μάτι.» « 'Σ το λόγο του λιπόθυμη » Πως έπεσα μου 'φάνη· » Κ' εξύπνησα λαχταριστή. » Για δες ιδέα ζαλιστή » Ονείρατα που φκιάνει.» « Η καρδία μου θα πάλλη πάντοτε υπέρ της ΗπείρουΒαλαωρίτης

Δαίμων μέγας, ω Σώκρατες· διότι παν δαιμόνιον είνε μέρον τι μεταξύ θεού και θνητού, — Τίνα δε δύναμιν έχον; ηρώτησα.

Αφού τελείωσεν η συζήτησίς σας, με επλησίασεν, εκεί που περιπατούσα, κάποιος από τον κύκλον σας, άνθρωπος με πολύ μεγάλην ιδέαν διά τον εαυτόν του, από εκείνους που έχουν έργον να συγγράφουν λόγους διά τα δικαστήρια, και μου λέγει·Εσύ, δεν ήκουσες αυτούς τους σοφούς; — Όχι, δυστυχώς, του απήντησα ήτον τόσον πλήθος, που δεν ημπόρεσα να πλησιάσω αρκετά ώστε να ακούω. — Και όμως άξιζε τον κόπον να τους ακούσης, μου είπε. — Διατί; τον ηρώτησα.

Είμαι άλλος άνθρωπος, νέος άνθρωπος, Λες και ξαναβαπτίσθηκα. Εγώ που χρόνια τώρα δεν ηρώτησα για τους γονείς, για την γυναίκα μου, για την πατρίδα μου, αμέσως εζήτησα το πρωί να μάθω. Πώς μ' εξέχασες τόσα χρόνια, βρε καπετάν-Καλόγερε; του είπα. Δεν ξεύρεις πως είμεθα πατριώταις, πες μου, πες μου για τον πατέρα μου . . . πες μου για την γυναίκα μου! Και άρχισα να κλαίω».

Αφού λοιπόν τον εφώναξα, τον ηρώτησα τα εξής: — Συ δε διατί σωπαίνεις, αγαπητέ μου, όταν ακούς αυτόν εδώ να λέη όλα αυτά; Τι ιδέαν έχεις συ διά το ζήτημα τούτο; Με τας πολλάς ασκήσεις δυναμώνουν τα ανθρώπινα σώματα ή με τας μετρίας;

Σωκράτης Βλέπων δε εγώ αυτόν παρασκευαζόμενον να φλυαρήση περί της περιουσίας του ανθρώπου, τον ηρώτησα: Τι λοιπόν, ω Ερασίστρατε ; Σαν ποίος ανήρ φαίνεται ότι είναι εις την Σικελίαν ;

Δεν τον ηκολούθησε κανείς; ηρώτησα. — Ποίος να φαντασθή τι έμελλε να συμβή! Και ούτε θα εγίνετο γνωστόν το τι συνέβη, εάν, κατά σύμπτωσιν, δεν ανέβαινε την ώραν εκείνην εδώ, κατόπιν του Νίκου, ο μόνος μάρτυς αυτόπτης του δράματος, ο Παντελής αυτός εδώ. Εστράφημεν και οι τρεις προς τον Παντελήν. Εκάθητο καταγής, εις ολίγων βημάτων απόστασιν, στρέφων τους οφθαλμούς προς την θάλασσαν.

Με τόσην ευφυίαν και τόσην ικανότητα, και να τελειώση . . . Εμείναμεν προς στιγμήν και οι δύο σιγώντες. Ο Δημήτριος εκάθισε, εζήτησε καφέν, έστρηψε μηχανικώς έν σιγάρον, και αφού έτριψε το μέτωπον διά της χειρός του, είπε με σιγαλήν φωνήν. — Αι! ίσως δεν έκαμεν άσχημα ν' αυτοκτονήση. — Πώς; τι εννοείς; ηρώτησα έκπληκτος.