United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !
Μόνο τάρμενα που τούλειπαν. Η νύχτα δεν περνούσε από την ώρα που άφησε υγεία ο Γιαννιός. Τα μεσάνυχτα η σοροκάδα είχε δυναμώσει, χαλούσε κόσμο. Η Ουρανίτσα συντρόφευε τον πατέρα της στο νυχτέρι. — Δεν πας να γύρης, βρε κορίτσι; Για μένα κάθεσαι; — Σ' αφίνει να κοιμηθής κι' αυτή η τρελλονοτιά; Λες και θα γκρεμιστή το σπίτι! είπε η Ουρανίτσα.
Τηράει δεξιά, τηράει ζερβιά, τηράει κατά τη Σκάλα, «Βρε κάμπε αρρωστιάρηκε, βρε κάμπε μαραζάρη, »Με τη δική μου λεβεντιά να στολιστής γυρεύεις; »Για βγάλε τα στολίδια μου, δος μου τη λεβεντιά μου, »Μη λυώσ' όλα τα χιόνια μου και θάλασσα σε κάμω.»
Είχε κληρονομήση την βλαπτικήν απλότητα του Γέρω-Λαχανά και η Αρφανούλα, και δεν εβάστα η ψυχή της να τα χαλάση με τον αδελφόν της. Να μη τον πικράνη. Ο θειός της όμως, ο Μπάρμπα-Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος, ελυπείτο δι' αυτό και προέβλεπεν ατυχήματα: — Βρε κορίτσι μου, έλεγε. Γιατί χαλνάς τα λεπτά σου; — Μα τι να κάμω; — Να τον διώξης! . . . — Και πού να πάγη; — Ν' αυρή δουλειά!
— Ακούστε, βρε παιδιά, να σας 'πώ! λέγει ο Γιακούπ, απαράλλακτα ως έλεγέ ποτε ο Δημοσθένης προς τους Αθηναίους: &δεηθήναι πάντων υμών βούλομαι, τους λογισμούς άκουσαί μου διά βραχέων&. Ο κυρ Χαλέμ φυσά. — Και παραφυσά! φωνεί ο χορός των περιεστώτων. — Δεν του φθάνει τώρα ο παράς, θέλει και δόξα. — Την θέλει! φωνεί ο χορός
— Βρε! τι κάνετε σεις; . . . Θα σηκώσετε τον κόσμο στο ποδάρι . . . Μήγαρις μας αφήνετε, μπάρεμ, να πάρουμ' ένα ύπνο απ' της φωνές σας; Κανείς δεν απήντησεν εις τας διαμαρτυρίας του Κωνσταντή. Η σύζυγός του έκυπτε, πνίγουσα τους λυγμούς της, επί του λίκνου. Η πενθερά του εκάθητο συνάπτουσα τας χείρας, αινιγματώδης, σφίγγουσα τους οδόντας, με απλανές το βλέμμα.
Ο άλλος, ο καπετάν-Γιάννης, διηγείτο ταύτα κατά το φαινόμενον παραπονούμενος, ίσως μάλλον πράγματι ευχαριστημένος, εις τους στενωτέρους φίλους του. — Ακού εσύ, βρε αδελφέ!... Να έχη βάλη όλο το σεβντά της στο σπίτι της, στο προικιό της, στο επάνω πάτωμά της!
— Φωνάζουμε κ' εμείς : Ζήτω οι ξυπόλητοι; — Όχι να φωνάξουμε καλλίτερα : Ζήτω οι ξ'σκιζάνιδες! Και διά μιας εφώναξαν όλοι με καθαράν καί διάτορον φωνήν· — Ζήτω οι ξ'σκιζάνιδες! — Σουτ, βρε! έκραξε προς τους παίδας ο Λάμπρος ο Βατούλας· και συγχρόνως αποταθείς προς τους άνδρας, εξηγών ως ειρωνείαν τάχα την κραυγήν, είπε· — Καλά τους εκορόιδεψαν οι δίαυλοι.
— Βρε τ' ήταν τούτο! βρε τ' ήταν τούτο! Πήγαινε να χάση το μυαλό του ο κόσμος. Όλο το χωριό, αχάραγο ακόμα, ήταν ανάστατο. Παραδέ στην Απάνω Ρούγα χάλαε ο κόσμος. Όλοι οι χωριανοί ήταν στο πόδι.
Οι άλλοι τραβήχτηκαν φοβισμένοι, σαν να τους έσκιαξε το κίνημα το ανδρειωμένο του γέρον, ολόρθου ανάμεσό τους μέσα στη γαλήνη του βασιλέματος. — Το φλάουτο, βρε ζαγάρι, φέρτο δω το φλάουτο... Και του άρπαξε τόργανο από τα χέρια. Το παιδί θάρρεψε πως θα του το τσακίση στο κεφάλι. — Το φλάουτο, βρε ζαγάρια ! Ο γέρο — Μπούμας δεν τα σκιάζεται τα όργανα. Τούτη η τέχνη τονέ γέρασε τον Μπούμα!...
— Ε, βρε παιδιά, τι να γένη! είπεν ο ναύκληρος ο Γιάννης ο Μπύρρος, έχων τάξιμον ν' αγρυπνή πάντοτε την νύκτα των Χριστουγέννων, όπως-όπως, οπού και αν ευρίσκετο. Συντροφιά με την θάλασσαν, βρε παιδιά, θα τα πούμε τα Χριστούγεννα. Επάνω στο κύμα· σιμά 'ς τον αφρόν.
Λέξη Της Ημέρας