Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Λαμπρά! να στέφανος, και βάλ' τον στο κεφάλι Θ' ΓΥΝΗ εκτελούσα. Να με λοιπόν! ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Έ, μίλησε! Θ' ΓΥΝΗ Έτσι το λες εσύ; Πως θα μιλήσω δηλαδή προτού να πιω κρασί; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Για ιδές• κρασί θέλει να πιή! Θ' ΓΥΝΗ Και βέβαια• γιατί φορώ στεφάνι, βρε κουτή; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Φύγε από 'δω εσύ, τρελλή! γιατί τα ίδια, φαίνεται, θα φτιάσης στη Βουλή.
Ο γέρω-Μπαρέκος διεμαρτυρήθη και απήτησε την αμοιβήν του. «Δεν σε δούλεψα, βρε αδερφέ!» έλεγε προς τον αποστείλαντα αυτόν.
Και τότε όχι σαν συγγενής αλλά ναύτης. Και ο καπετάν Τραγούδας τον είχε όπως και τους άλλους ναύτες του. Τίποτα περισσότερο. Αν θέλης μάλιστα και κάτι λιγότερο από τους άλλους. — Δεν κάνει, εσυλλογίσθηκε, να του δώσω θάρρος γιατί τεμπελιάζει. Κ' η τεμπελιά 'μπορεί να τον φέρη ίσα στο δρόμο του πατέρα του. Εγύρισα πάλι στον Μανωλιό. — Βρε παιδί μου, του λέγω· τι κουβέντες είν' αυτές;
Ή τα εισέπραττε κατ' ευθείαν από τον πρωτομάστορην, όχι άνευ έριδος και δυσκολίας — επειδή ο πρωτομάστορης δεν ήθελε να της τα δώση προτιμών να τα εγχείριση εις τον μάστρο-Γιάννην τον ίδιον, από τον οποίον μάλιστα εκράτει, καθώς και απ' όλους τους άλλους, δέκα ή δεκαπέντε λεπτά ως έκτακτα ποσοστά, λέγων «έχω κορίτσια, βρε αδερφέ, έχω κορίτσια!» Αλλ' η Φραγκογιαννού πού να γελασθή!
ΧΡΕΜΗΣ Και η γυναίκα έχει νου, επρόσθεσεν ακόμη, και κομποδένει τον παρά, κι' ούτε έβγαλε καμμιά φορά από το στόμα μυστικό κατά τα θεσμοφόρια, ενώ η ευγένειες μας το βγάζουμ' απ' τα όρια. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Μα τον Ερμή! σε βεβαιώ κ' εδώ δεν είπε ψέματα. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Βρε και με μάρτυρας μπροστά τα ίδια καταντούνε.
— Βρε, παιδιά, είνε άδικο να χαθήτε και σεις μαζί μας, τους είπε· και το ξένο χώμα έχει ψωμί για τους δουλευτάδες· εδώ θα πεινάσετε... — Ας πεινάσουμε αφεντικό, μαθημένοι είμαστε· είπε ο Μπαλαούρος. Κάλλιο πεινασμένοι μαζί σου παρά με ξένους χορτάτοι. — Έπειτα ποιος ξέρει; επρόσθεσε ο Κουτρουμπής με αστραπές στα μάτια· του λόγου σου μπορεί να μας δώσης πάλι τα καλυβάκια μας. — Άμποτε...
Κ' έτσι αυτός ο νόμος σας αν πιάση πέρα-πέρα, τότε γεμάτη όλ 'η γη από Οιδίποδες θα βγη! Α' ΓΡΑΥΣ Βρε σίχαμα! όλες αυτές της κουταμάρες της πολλές από τη ζήλεια σου της λες! Μα έννοια σου! και από με θα τωύρης, κακομοίρα!
Τότες λοξά τον κοίταξε κι' είπε ο γερός Διομήδης «Λαμπρά, βρε Δόλονα, κι' ορθά μας τάπες, μα φεβγάλα μην καρτεράς, αφούπεσες στα χέρια τα δικά μας.
Πώς να μην είναι τις δεισιδαίμων, όταν «πολεμή με το μεγαλείτερον θηρίον», όταν παλαίη με το άγνωστον, και δεν ειξεύρη αν αύριον θα επιπλέη ή θα ποντισθή, αν θα είνε εις την επιφάνειαν ή εις τον πυθμένα; Ο πλοίαρχος ηρκέσθη μόνον να είπη οργίλως· — Δάκω τη γλώσσα σ', βρε στραβο — Χάραυλε . . . να μην αρπάξω τη σαλαμάστρα, τώρα . . .
Πότε θαρθή μιαν άνοιξι, θαρθή ένα καλοκαίρι, Να βγούμε κλέφταις, βρε παιδιά, κλέφταις 'ςτά κορφοβούνια. Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ κ. Ι. Μ. Δαμβέργη. Ήταν δυο αδέρφια γκαρδιακά και πολυαγαπημένα, Ο πρώτος κόρη αγάπησε ξανθή και μαυρομμάτα, Κ' ήρθε καιρός κι' εσμίξανε κ' εβάλανε στεφάνια. Μήνες και χρόνια πέρασαν, ακέρια χρόνια πέντε, Κι' ο παντρεμένος θέλησε 'ςτά ξένα να μισέψη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν