Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Άλλοι φεύγουν. » Πλην όσοι απ' το σκοτωμό » Δεν' μπόρεσαν να έβγουν, » Από τους τούρκους σφάζονται, «'Σ το πέλαγο πετιώνται.» «'Σα λυσσασμένοι τα σκυλιά, » Τα τέκνα του Δερβίση, » Εσκότωναν, οι άπιστοι, » Σαν πεινασμένοι λύκοι, » Που 'μπένουνετα πρόβατα » Σκορπίζουνε τη φρίκη. » Πέρασαν 'μέραις κ' η σφαγή » Δεν είχε ακόμα σβύσει

Μάρτυς αιώνιος, του οποίου και η αποτυχία είνε μαρτύριον, και ο θρίαμβος μαρτύριον. Αγάπα τον χορόν· είνε η λογική των ποδών. Η τραγωδία μιας αδυναμίας, είνε πολύ υψηλοτέρα και δεινοτέρα από την τραγωδίαν μιας ανάγκης· ουδείς πόλεμος διεξήχθη πεισματωδέστερον από τον Τρωικόν, και πολύ συνηθέστερον συνέβη να κομματιασθούν δύο πεινασμένοι δι' έν βλέμμα, παρά δι' έν καρβέλιον.

Κλειέται με μιας κ' η θάλασσα· κι' ο &Μέρης& μανιωμένος, 'Σάν λύκος λυσσασμένος, Γρήγωρα θέλει τα κλειδιά. Τ' αρνιούνται οι κυκλωμένοι. Είνε το πρώτο κλείσιμο, δεν είναι πεινασμένοι, Και δεν τους λείπει τίποτα, έχουν μπαρούτι-βόλι, Έχουν καθάρια τη ματιά, είνε λιοντάρια όλοι.

Μα κι' απ' αντίκρυ ο Έχτορας πηδά οχ τ' αμάξι χάμου, 755 και τότε αρχίζουν πόλεμο για τον Κεβριόνη οι διο τους, σα λέοντες που έτσι κι' οι διο λεβέντες, πεινασμένοι, σκίζουνται σε βουνού κορφή για σκοτωμένο αλάφι· έτσι για τον Κεβριόνη οι διο της μάχης κατεχάροι, ο Πάτροκλος κι' ο Έχτορας, τ' ατρόμητα λιοντάρια, 760 διψούσαν μ' άσπλαχνο χαλκό να πετσοκοπηθούνε.

Θορυβώδεις, αυθάδεις και πεινασμένοι, προσήλωναν επάνω μου τα κόκκινα μάτια των, ως να μη επερίμεναν παρά την στιγμήν της πλήρους ακινησίας μου διά να με καταβροχθίσουν. Με ποίαν τροφήν, εσκέφθην, εσυνήθισαν μέσα εις αυτό το πηγάδι! Παρ' όλας τας προσπαθείας μου να τους εμποδίσω, έφαγαν ό,τι είχε το πιάτο, καθώς και μερικά αποφάγια.

Αλλά μεταξύ των ακροατών σου, μεταξύ των προσφιλών σου συμπολιτών, δυνατόν, πιθανόν, βέβαιον μάλιστα ότι ευρίσκονται τινες, είς, δύο, τρεις, πέντε, δέκα, κατά γράμμα πεινασμένοι.

Πλην των άλλων έχουνε και τούτο το αλλόκοτον οι ερωτευμένοι, ότι δεν δύνανται να εννοήσωσιν ούτε ότι ενδέχεται να πεινάσουν, όταν είνε χορτάτοι, ούτε ότι ημπορούν να χορτάσουν όταν είνε πεινασμένοι. Την επιούσαν εκοιμάτο ακόμη, όταν επήγα περί τας ένδεκα εις το γραφείον μου. Κατά την επιστροφήν μου την ευρήκα εις το πιάνο ευδιάθετον και ζωηράν. — Άκουσε, με είπε, τι ωραίον είνε αυτό το γαλόπ.

Αλλ' είσαι άρα γε εις θέσιν να ειξεύρης πόσοι εκ των προσφιλών συμπολιτών σου είνε χορτάτοι, και πόσοι δεν είνε; Μην αμφιβάλλεις ότι οι πλείστοι είνε πεινασμένοι, διότι αν δεν ήσαν, όλοι θα έβγαζαν κάλπας, διά να γείνουν βουλευταί.

Έχουμε κατάρα εμείς· έχουμε κατάρ' από το θεό! απαντούσαν εκείνοι χασκογελώντας πικρά. Μας διώχνει το χώμα μας σαν τους αφωρεσμένους. Μόνον ο Κουτρουμπής κι ο Μπαλαούρος δεν ξενιτεύτηκαν. Όχι δεν ξενιτεύτηκαν, μα ούτε το σκέφτηκαν τέτοιο πράμα. Πεινασμένοιχορτασμένοι αποφάσισαν να μην αρνηθούν τους προγονικούς αφεντάδες τους. Το είχαν γι' ατιμία να τους αφήσουν τώρα στη φτώχια τους.

Διήλθομεν την νύκτα οδοιπορούντες, χωρίς να γνωρίζωμεν πού πηγαίνομεν. Ήτο πολύς ο δρόμος και δύσκολος, η δε νυξ τρικυμιώδης, ο ουρανός ζοφερός, και η σελήνη εκ διαλειμμάτων εφαίνετο μεταξύ των νεφών. Και ημείς, πεινασμένοι, αγρυπνισμένοι, κατάκοποι, εφεύγομεν. Συχνάκις ετρομάξαμεν, νομίζοντες ότι ακούομεν κραυγάς, ή τουφεκισμούς, ή ίππων ποδοβολητόν.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν