United States or Israel ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένας μωρίζει τη ζωή, ό,τ' είπε θα να γένη. Πώς με ρωτάς, Ομέρπασα;... Το χέρι το δεξί μου Τώχασα χτες μεςτη φωτιά. Με τάλλο ωρφανεμένο Δε θα χορταίνω σκοτωμό. Με φτάνει το ζερβί σου.

Η θεια Πασκαλιά δεν πολύπαιρνε από μαριολιές. Στα γουρουνάκια της περίφημη, καλή και για να πηγαίνη στην εκκλησιά, μα πιο μακρήτερα το μυαλό της δεν έφτανε. Κάτι άκουσε κι αυτή για το σκοτωμό του Πανάγου, μα να βάλη ο νους της δυο και δυο κοντά και να τα κάμη τέσσερα, αυτό δεν το κατάφερνε η θεια Πασκαλιά. Συλλογίστηκε μονάχα να πάη στο λείψανο, κ' έβαζε τη μαύρη της μαγουλήκα σαν έμπαινε η Ασήμω.

Γιατί αν δεν επρόσταζεν ακόμη ο Φοίβος την πόλιν να εξαγνίσωμεν από το κρίμα, πάλι κακό θε νά ’τανε, αφού κ’ εχάθη μεσ’ στους ανθρώπους ο άριστος των Θηβαίων ο άναξ, ν’ αφήσωμε ανεκδίκητον τον σκοτωμό του.

Κι όντας εμπήκαμε στο καϊκάκι κ' ετράβηξε τα κουπιά του κατά τα Γιάννινα ο γέρος καϊξής μας, σα νάκλειε με μαλαματένιο κλειδί μέσα σε διαμαντένιο σεντούκι όλες εκείνες μας τες εντύπωσες από τ' ωραίο πανηγύρι, μας είπε: — Σα σήμερα το βράδυ, μωρέ παιδιά, μώλεγεν ο πατέρας μου, πως καθώς γύρναγαν οι πανηγυρίσιοι στα Γιάννινα της στεριάς κι απέρναγαν από τον πλάτανο τ' Αλήπασα, είδαν απόξω κει το σκοτωμό του κλέφτη του Κατσαντώνη και τ' αδερφού του.

Κι' απ' την ημέρα που σκοτώθηκε για την αγάπη της, το πήρε σαν παράπονο και συχάθηκε η ίδια την ομορφιά της. Μα δεν έλεγε τίποτε σε κανένα κ' έλυωνε μοναχή της. Οι γειτόνισσες, που την βλέπανε αχνή και λυπημένη, την πειράζανε περισσότερο, αντί να την παρηγορήσουν, της λέγανε για την αγάπη του άσχημου άνθρωπου, για την ομορφιά της, που μάγεψε ένα σκιάχτρο, για τον άγριο σκοτωμό του.

«Κάτουτα Σάλονα, ξεψυχισμένος Ο εχθρός εφώλιασε μακρά απεδώ Ξύπνα, Λαμπέτη μου, κι' αποσταμένος Θέλωτο μνήμα μου να πάω κ' εγώ.» »Βλέπεις μυρίστηκαν το σκοτωμό μου Όρνεια ανυπόμονα, μαύρα πουλιά, Πριν με ξεσκίσουνετο σάβανό μου Παιδί μου, κρύψε μετη γη βαθειά

« Ήτον η πρώτη τ' Απριλιού » Κοντάτη χαραυγούλα, » Τούρκος Δερβίσης άπιστος «'Στό μιναρέ φωνάζει, « Και προσκαλεί τους Τούρκους του «'Στό σκοτωμό και σφάζει » Το σίδηρο εδώ κ' εκεί .... » Τι φρίκη! . . . Τι τρεμούλα

Τι είπες; μήπως μας εκατάλαβαν που είχαμε συμφωνήση για του παιδιού το σκοτωμό κρυφά; ΘΕΡΑΠΩΝ Το έχεις νοιώση και τώρα θα τιμωρηθής και συ από της πρώτες. ΧΟΡΟΣ Το σχέδιό μας το κρυφό πως τάχα εφανερώθη; ΘΕΡΑΠΩΝ Γιατί ο θεός δεν θέλησε να μολυνθή το δίκηο, και τόκανε πειο δυνατό από την αδικία.

«'Σάνάκουσε ο Αβδή-πασσάς » Πέντε χιλιάδες σέρει, » Και 'βγαίνει 'πό τα Γιάννινα » Όλος χαρά το βράδυ, » Κοντά προς τα μεσάνυχτα » Μ' ένα βαθύ σκοτάδι . . . » Τα κοντοράχια έπιασε » Του Κουτσελιού τ' ασκέρι. . « Εκειό το βράδυ 'μάλωσα » Βαρειά με το παιδί μου, » Το Δημητράκη, ήλθαμε «'Σε σκοτωμό.

Διαμάντη, τι με θέλεις; Πώς άφησες το σκοτωμό και πώς με την Αστέρω Μου πέρνεις τα πατήματα;... — Θανάση;.. Με γνωρίζεις.. Δεν παρακάλεσα ποτέ... Κ' εμπρός σου... γονατίζω. — Πες μου, τι θέλεις;... γρήγορα.. — Αυτό το έρμο χώμα Αν ήν' αλήθεια παγαπάς, Θανάση... γλύτωσέ το... — Σου φαίνεται να δείλιασα; — Φύγε, Θανάση, φύγε. — Μη φαρμακεύης, γέροντα, το ψυχομάχημά μου.