United States or Ukraine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάτι κατσουφιασμένος, πατέρα· τι τρέχει; είπε στο γέρο Μαλαματένιο, παύοντας τα γέλοια της. — Μπα! εδώ είστε; είπε τάχα ξαφνισμένος ο γέρος· έφαγα τον κόσμο να σας γυρεύω. Σας γύρευα εκεί ψηλά κι άξαφν' ακούω το λάλημα στα πόδια μου. Φαντάσου! να γυρεύω το πουλί στο κλαρί και να το βλέπω χωμένο στ' αγκάθια. Φαντάσου! είπε εξακολουθώντας να γελά, ενώ τα δάκρυα τρέχανε από τα μάτια του.

Ο ύπνος θα σου δώση δύναμη. — Έχε την ευκή μου, κόρη μου· εψιθύρισε η κυρά Πανώρια. Η Ελπίδα ίσαξε καλά το σκέπασμα, πήρε το κέντημά της και βγήκε τραβώντας πίσω της την πόρτα. — Πού είνε ο Δημητράκης ; ρώτησε το γέρο Μαλαματένιο. — Όξω γυρίζει. Πηδάει και χορεύει σα μικρό παιδί. Αλήθεια ο Δημητράκης ήταν διαφορετικά από τη μάννα του· ούτε θλίψη ένοιωθε ούτε κούραση.

Για ιδές μαλλιά κατεβατά, ξανθιά σαν το μετάξι, Που κρέμονταιτους πλάτες της και πέφτουν ως το χώμα Σαν καταρράχτης, σαν νερό χρυσό μαλαματένιο. Για ιδές καθάριο μέτωπο και λαμπερό, σαν ήλιος Του Μάρτη, του Μαγιάπριλου, που κρούει 'ςτο κορφοβούνι. Για ιδές μεγάλα, γαλανά και λυγωμένα μάτια, Μάτια γλυκά, μάτια κρυφά, μάτια γιομάτα λάμψη, Λες κ' είνε τόνα ο Αυγερινός και τ' άλλ' ο Αποσπερίτης.

Ο Δημητράκης με τους δυο κολλήγους και με το γέρο Μαλαματένιο ρίχτηκε στη δουλειά με τα μούτρα. Δούλευε μεροδούλι στα ξένα χτήματα. Τόσον καιρό δουλεύοντας στ' αμπέλι της Ελπίδας κατάντησε από τους καλήτερους κι όλοι τον προτιμούσαν. Κ' εκείνος δεν αρνιόταν σε κανένα· δεν ξεχώριζε φίλους κι οχτρούς.

Μαλαματένιο γύρο έχουν αφτοί, πάντα άλιωτο, και χάλκινα από πάνου στεφάνια, θάμα μοναχό, με τέχνη τεριασμένα· 725 κι' είναι απ' ασήμι και τα διο τριγύρω κεφαλάρια. Και το κουτί είναι με χρυσά λουριά και μ' ασημένια δεμένο, και τριγυριστό από διπλά στεφάνια. Και τ' ασημένιο τούβαλε τιμόνι, και στην άκρη του δένει απάνου το ζυγό, λαμπρό μαλαματένιο, 730 και τα κατάχρυσα περνάει πανώρια ζυγολούρια.

Αφίνω ακόμα διάτα και τόνε βάνω σε όρκο φρικτό εις το όνομα του Θεού, του Χριστού, της Παρθένος, εις τα κόκκαλα των γονηών μας και του αδερφού μας Φιλόθεου, και εξορκίζω τον αδερφό μας Γηώργη, το σταυρό το μαλαματένιο να μην τόνε πειράξη· να τον απιθώση σε μια εκκλησιά να λειτουργιέται και να κάμη κολάγι και τόνε στείλη στην πατρίδα μας του Παπαθανάση να τον απίθώση στην εκκλησιά μας, γιατί άνθρωποι είμαστε και πέφτομε σε λάθο· αυτός ο σταυρός είναι του μακαρίτου αδερφού μας Φιλόθεου και νάχης την ευχή του, Γηώργη μου, να τον φυλάξης.

Κατόπι κάθισε ο Βασιλέας απάνω σ' ασπίδα, και τονέ σηκώσανε στον αέρα οι προύχοντες κ' οι συγκλητικοί να τονέ δείξουν του κόσμου. Ανεβαίνει τότες αξιωματικός στο κάθισμα κι αποθέτει στην κεφαλή του μαλαματένιο «μανιάκι», δηλαδή βραχιόλι, σημάδι κι αυτό να ξανασηκωθή ο λαός και να ζητωκραυγάση.

Έπειτα κούνησε συλλογισμένος το κεφάλι του και χαμογέλασε πονηρά. — Που θα πη, κυρά μου, είπε στην αξίνα του, και συ και το κορίτσι βρήκατε σήμερα τον αφέντη σας. Ήλιος λοιπόν στο γέρο Μαλαματένιο. Έρριξε την αξίνα στον ώμο του και τράβηξε το δρόμο του σιγοτραγουδώντας: Τούρκοι, κρατείτε τ' άλογα λίγο να ξανασάνω... Ο Περαχώρας κι ο Γκενεβέζος ετοιμάζονται σήμερα για ταξείδι.

Γιατί, πατέρα, κάθεσαι και ζαλίζεσαι για μένα· είπε στο Μαλαματένιο. Ας τους Μορφόπουλους να κάνουν τα κέφια τους. — Λέει την αλήθεια του Θεού, κόρη μου! είπε η γριά· τι τους έκαμες και σε μάχουνται τόσο ; Τα μάτια τους έβγαλες, μαθές! — Καλά δε θέλουν να σε ξέρουν πρόσθεσε ο γέρος. Μα να σε βρίζουν κι όλα! — Κι αν βρίζουν και τι; Οι βρισές απάνω τους γυρίζουν κ' έγνοια σας.