United States or Rwanda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Για ιδές μαλλιά κατεβατά, ξανθιά σαν το μετάξι, Που κρέμονταιτους πλάτες της και πέφτουν ως το χώμα Σαν καταρράχτης, σαν νερό χρυσό μαλαματένιο. Για ιδές καθάριο μέτωπο και λαμπερό, σαν ήλιος Του Μάρτη, του Μαγιάπριλου, που κρούει 'ςτο κορφοβούνι. Για ιδές μεγάλα, γαλανά και λυγωμένα μάτια, Μάτια γλυκά, μάτια κρυφά, μάτια γιομάτα λάμψη, Λες κ' είνε τόνα ο Αυγερινός και τ' άλλ' ο Αποσπερίτης.

Κάτι μέσα τρέφει, οπού η βαθειά κλωσσά μαυρίλα της ψυχής του, και, όταν ανοίξη και πτερώση αυτό, φοβούμαι μη κίνδυνον μας φέρη· και όπως τον προλάβω, χωρίς καιρόν να χάνω ιδού τι αποφασίζω· ευθύς θ' αναχωρήση αυτός διά την Αγγλίαν, τον φόρον να ζητήση 'πού αμελούν να δώσουν· ίσως η θάλασσαις και ξένα μέρη νέα και τα θεάματα πολλά του ξερριζώσουν κείνο το πράγμα, οπού καθίζειτην καρδιά του, και οπού, καθώς ολοκαιρίς τον νουν του κρούει, από την στάσιν του τον βγάζει.

Κοπή =το κοπάδι, — Κοτάω =τολμώ. — Κρούει ο ήλιος =βγαίνει, ανατέλλει, χτυπάει. — Καρβανάρος , Ο αφέντης του καρβανιούΚράκουρα . η άκρα άκρα του ψηλού βουνούΚαπρί , αγριογούρουνο. — Κλαπατάρια , φτερούγες των πουλιώνΚούροι και κούρος Ο κουρεμός του κοπαδιού. — Κωλόκουρα , τα μαλλιά που βγάζουν κουρεύοντας τα πισινά των προβάτωνΚολτσίδες αγκάθια που κολλούν τα μαλλιά των προβάτων τα λεν και σκάλια από το σκαλώνω. — Καπούλια τα πισινά των ζώων. — Καταγός ποταμού ή αυλακιού, η πηγή, το κεφαλάρι, Γκλάβα εις Πωγώνιον της Ηπείρου. — Κλίτσα και αγκλίτσα , το ραβδί των ποιμένων. — Κόθρα τα ξύλινα στέφανα που δένουν τα κουδούνια και τα περούντους λαιμούς των προβάτων. — Καυκί =ξύλινον αγγείον. — Κιβούρι =το φέρετρον του νεκρού. — Κουρμαίνομαι , αφικράζομαι, ακροώμαι.

Και πρώτος τρώει το Βιφιτιό, λεβέντη γιο του Οτρύντα, τρανά αρχηγό, που μια ξωθιά τον γέννησε στο πλούσιο χωριό της Ύδας, στα ριζά του χιονισμένου Τμώλου· 385 αφτόν, εκεί ίσα πούτρεχε, στης κεφαλής τη μέση τον κρούει με τ' όπλο, π' άνοιξε σε διο κομάτια η κάρα. Κι' έσκασε χάμου, κι' ο λαμπρός παινέφτηκε Αχιλέας «Ψόφα του Οτρύντα γιε, κορμί πιο φαντασμένο απ' όλους!

Είνε υπερήφανος διά την νυκτερινήν νίκην. — Σκάντζια-βάρδια: Ανακράζει ο ναύκληρος, ακούσας κροτήσαντα τα ξύλινα κρόταλα του πηδαλιούχου, σημάναντος την ογδόην ώραν της πρωίας, και συγχρόνως κρούει τον κώδωνα της πρώρας, τύπτων συνάμα το κατάστρωμα διά των ποδών του, άνω του θαλάμου των ναύτων, όπως εξεγείρη αυτούς.