United States or Western Sahara ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και μέσ' 'ς τα δώδεκα ψηλά και μέσ' 'ς τους τόσους μήνες Ο μισευμένος κίνησε απ' τα μακρυά τα ξένα Να διαπεράσση θάλασσαις, κάμπους, βουνά, ποτάμια, 'Σ το πατρικό το σπίτι του με γρόσια να γυρίση. Μια μέρα ένα Μαγιάπριλο κοντά 'ςτό μεσημέρι Σφιχταγκαλιάζονταν οι δυο 'ςτό στρώμα οι αγαπημένοι. Άξαφνα γλήγωρο άλογο 'ςτή θύρα σταματάει.

Αλλά φθονερός της ευτυχίας του ο άγριος μαΐστρος, μετά λαίλαπος και χιονοστροβίλων εξαφθείς, τον ηνάγκασε να κλεισθή μέσα εις της τρεις Μπούκαις, οπού βράδυ-βράδυ ηγκυροβόλησεν η Σκίαθος σαν ένας αετός με μαδημένα τα πτερά του. Σκυλί μοναχό! Ύβριζε δάκνων τα χείλη του ο καπετάν-Φώκας, τρεις θάλασσαις συναντήσας παρά το Καβοδόρος.

Κάτι μέσα τρέφει, οπού η βαθειά κλωσσά μαυρίλα της ψυχής του, και, όταν ανοίξη και πτερώση αυτό, φοβούμαι μη κίνδυνον μας φέρη· και όπως τον προλάβω, χωρίς καιρόν να χάνω ιδού τι αποφασίζω· ευθύς θ' αναχωρήση αυτός διά την Αγγλίαν, τον φόρον να ζητήση 'πού αμελούν να δώσουν· ίσως η θάλασσαις και ξένα μέρη νέα και τα θεάματα πολλά του ξερριζώσουν κείνο το πράγμα, οπού καθίζειτην καρδιά του, και οπού, καθώς ολοκαιρίς τον νουν του κρούει, από την στάσιν του τον βγάζει.

Αυτά 'πε, κ' η χρυσόθρονη Ηώτον κόσμο εφάνη· και οπ' έκλαιε την νόησε μακρόθεν ο Οδυσσέας, κ' έμεινε και του φάνη πως τον γνώρισ' ήδη εκείνη και του 'στεκετην κεφαλή· και άρπας' ευθύς την χλαίνα και ταις προβειαίς, 'που πλάγιαζε, και απόθεσέ τα εις θρόνον 95το μέγαρο, κ' έξ' έφερε τα βώδινο τομάρι. και τα χέρια σηκόνοντας είπε· «Πατέρα Δία, εάν τωόντ' η αγάπη σας, αφού μ' εβασανίστε, από στερηαίς και θάλασσαις μ' ωδήγησετην γην μου, απ' τους θνητούς, οπού ξυπνούν, κάποιος φωνήν ας βγάλη 100 μέσαθε, κ' έξω του Διός άλλο ας φανή σημείον».

Επί των ερειπίων τούτων ως επί λόφου υψούται ο Στρατών, απέναντι δ' αυτού το Σεράγιον, εντός του οποίου ευρίσκονται τα δικαστήρια και το διοικητήριον. Έφευγ' εκείνη και κοντά Εγώ την 'κολουθάω. Περνάμε λόγκους και βουνά, Περάσαμε λαγκάδια, Ποτάμια, λίμναις, θάλασσαις. Περάσαμε λειβάδια, Και 'φθάσαμετο αχανές, Και 'φθάσαμε 'ςτό Χάο ,

Θα διαπεράσης θάλασσαις, ψηλά βουνά και κάμπους, Θα διαπεράσης σύγνεφα και θε να πας πουλί μου, 'Στά στοιχειωμένα τα βουνά που πάντα ανοιγοκλειούνε Κι' οπού τ' αθάνατο νερό περνάει ανάμεσά τους. Πέτα γοργό μέσ' 'ςτ' άνοιγμα, πάρε νερό και φεύγα. Πετάει εκείνο και γοργό με το νερό γυρνάνει, Και το σταλάζει ανάλαφρα 'ςτ' αραδιαστά κομμάτια. Κ' εκεί που πέφτει το νερό, κολλούν και ζωντανεύουν.

Να με βλέπουν που λέτε η θάλασσαις και τα πέλαγα και να λένε: « — Να καπετάνιος μια φοράΝα με βλέπουν οι σκούναις και τα μπάρκα και να λένε: « — Να καπετάνιος μια φοράΝα με βλέπουν και η Μαυροθαλασσίτισσαις και μελαχροιναίς και να λένε και αυταίς: « — Να καπετάνιος μια φορά

Εκείνοι ζουν' ελεύθεροι κι' όλα ... για μας τα κάνουν. Για 'μας ολάκεραις περνούν νυχτιαίς, ακέρηα χρόνια, Μέσατο κρύο, 'ς ταις βροχαίς, 'ς τα κρύσταλλα, 'ς τα χιόνια. Για 'μας πολλαίς φοραίς πεινούν, για μας ζουν' 'ςτά βουνά, Για 'μας γυρίζουν θάλασσαις, πέλαγα σκοτεινά. Για 'μας, παιδί μου, το κορμί εκεί του Κατσαντώνη Από των γύφτων τα σφυριά τσακίζεται 'ς τ' αμώνι.

Αγκαλιαστήκανε γλυκά κι' αδερφικά φιλιώνται Κι' ο παντρεμμένος τάλογο ταχυά καββαλλικεύει, Και διαπερνάει θάλασσαις και κάμπους και ποτάμια Και διαπερνάει και βουνά και πάει μακρυά 'ςτά ξένα. Δώδεκα χρόνια πέρασαν και δεκαπέντε μήνες. Ο αφωρεσμένος του αδερφός κ' η σκύλλα του η γυναίκα Γλυκά γλυκά αγαπήθηκαν και πέρναγαν μαζύ τους Και λησμονήθηκε τ' αντρός και τ' αδερφού η αγάπη.