Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Ωραιοτάτη κυρά, της απεκρίθη ο νέος δεν το πιστεύω να την ατιμάσω, οπόταν σου παρασταίνω τους λογισμούς μου, που το χρέος μου και η θεωρία σου εγέννησαν εις την καρδίαν μου· και το παίρνεις διά μίαν αυθάδειαν τόσον μεγάλην· το πως σου είπα, ότι η θεωρία σου με έκαμε να σε ορεχθώ; Σιώπα ω κακότροπε, τον αντίκοψεν η Ρεσπίνα· μη στοχασθής ποτέ να ημπορέσης να καταπείσης την γνώμην μου δια να σε υπακούσω· πήγαινε, φεύγα απ' έμπροσθέν μου, και μη με υποχρεώνεις να μετανοήσω διά το καλόν, που έκαμα.
Αλλά τα σατανικά λόγια τους μου τάραξαν την καρδιά, και μόνη η αναχώρησίς σου θα με ησυχάση. Φεύγα. Και βέβαια πάλι θα σε καλέσω σε λίγο. Πήγαινε, πάντοτε αγαπημένο παιδί μου!» Όταν οι προδότες έμαθαν το νέο: Έφυγε, είπαν μεταξύ τους, έφυγε ο μάγος, διωγμένος σαν λωποδύτης.
Λυπάμαι σας να κάνετε αυτή την προσβολή στον άρχοντα Τριστάνο. Πολύ αργά θα είναι όταν μετανοήστε. — Φεύγα, δε σε πιστεύω. Και συ, Περινίς, συ ο Περινίς ο Πιστός, με πρόδωσες!». Πολύ περίμενε ο Τριστάνος τον Περινίς να του φέρη τη συγγνώμη της Βασίλισσας. Ο Περινίς δε φάνηκε.
Θελα 'ειπής, μου λες, ακόμα; Αμ σε πιάνω — Κι' όλο τρίμματα σε κάνω, Α σ χ η μ ά δ α Φεύγα να μη σε ιδώ· φεύγα απομπρός μου. Ω μούτρο φοβερό, σκιάχτρο του κόσμου, Πια μάνα ήταν αυτή, και πιος πατέρας, Που σ' έκαμαν να βγης σε φως ημέρας. Τόσο πολύ κακό τόσο ψηγάδι, Να βρίσκεται ποτέ σ' όλον τον άδη! Να ίδε, ή θα ιδή τέρας κανένα Ο ήλιος πουθενά, ωσάν κι' εσένα!
Γιατί τάχα; Δεν έχω να κάνω πεια τίποτα κει μέσα, αφού η κυρά μου με στέλνει μακρυά να ετοιμάσω το ολοφώτεινο σπήτι που της υποσχέθηκα, το κρυστάλλινο σπήτι, το στολισμένο με ρόδα, φωτεινό το πρωί όταν λάμπη ο ήλιος. «Φεύγα, λοιπόν, τρελλέ. Στο διάβολο!» Οι υπηρέτες άνοιξαν τόπο κι' ο τρελλός χωρίς βία, έφυγε χοροπηδώντας.
Δεν είσαι πεια ασφαλισμένος στην καλύβα του δασοφύλακα. Φεύγα, φίλε. Ο Περινίς ο Πιστός θα κρύψη αυτό το σώμα στο δάσος, τόσο καλά που ποτέ δε θα μάθη τίποτα ο Βασιληάς. Αλλά συ, φεύγα απ' αυτόν τον τόπο, για τη σωτηρία τη δική σου και τη δική μου». Ο Τριστάνος είπε: «Πώς θα μπορέσω να ζήσω; — Ναι, φίλε Τριστάνε, είμαστε σα ραμμένοι κ' είμαστε σα δεμένοι σε μια ζωή, ο ένας με τον άλλο.
Η φοβερά ταραχή με έκαμε να χάσω το κρασί, και να καταλάβω το σφάλμα που έκαμα, όμως αργά· και λέγω της βασιλοπούλας, τι δηλοί αυτός ο σεισμός και οι βροντές; Αυτή όλη τρέμουσα χωρίς να στοχασθή τον κίνδυνον εις τον οποίον ευρίσκετο, αλλοίμονον εις εσέ, μου λέγει, γρήγορα φεύγα, διότι είνε χαμένη η ζωή σου εις ταύτην την στιγμήν.
Εκύταζε το πουλί και δεν έπαυε να μουρμουρίζη σαν αδικοτυρανισμένη και πολύπαθη ψυχή: — Φτου! σε ξορκίζω με τον απήγανο. πειρασμέ! Τι θες μωρέ από μένα, άθεε!... Φεύγα αποπάνω μου και μη με κολάζεις. Άσε με, φαμελίτη άνθρωπο να βγάλω το ψωμί μου!...
Αύτη άμα με είδε πάλιν να ξαναπάγω εκεί με εκύτταξε με βλέμμα φοβερόν, που μου επροξένησε φόβον, και άρχισε να μου λέγη· δυστυχισμένε, ύστερα από τόσους φοβερισμούς, που σου έκαμα, ακόμα τολμάς να φανής εδώ; φεύγα το λοιπόν ογλήγορα από εδώ· τώρα ευθύς κάνω και σε θανατώνουν.
Αι γυναίκες και οι άνδρες της γειτονιάς εξήλθον ευθύς των οικιών των και μαθόντες την αιτίαν των φωνών, ήρχισαν όλοι ομού να ρίπτουν λίθους και ξύλα κατ' επάνω του. — Να χαθής, αφωρεσμένε, να χαθής! — Έχεις χέρι να βαρέσης κι' όλα! — Φεύγα από κοντά μας, φεύγα! — Όξω μη βουλιάξης το χωριό, θεοκατάρατε!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν